Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Λύτρωση - Μπύρα - Bukowski


ΛΥΤΡΩΣΗ

Έπινε κρασί όλη νύχτα, τη νύχτα της 28ης
και τη σκεφτόταν συνεχώς:
πώς περπατούσε, πώς μιλούσε κι αγαπούσε,
πώς του ‘λεγε όλα όσα μοιάζαν γι’ αληθινά
κι όμως δεν ήταν. ‘Ηξερε
τα χρώματα των φορεμάτων της ένα προς ένα,
τα χρώματα των παπουτσιών της -
το ύψος, την καμπύλη του κάθε τακουνιού
σαν και το πόδι που είχε πια
στο σχήμα τους πλαστεί.
Όταν γύρισε στο σπίτι εκείνη έλειπε πάλι.
Θα ερχόταν, όπως πάντα, μ’ αυτή τη γνωστή μυρωδιά,
κι όντως
ήρθε στις 3 το πρωί
βρομώντας σαν γουρούνα,
κι εκείνος
άρπαξε το χασαπομάχαιρο,
κι εκείνη ούρλιαξε
κολλώντας στο ρημαγμένο τοίχο -
κάπως όμορφη ακόμη
παρ’ όλη την μπόχα των ερώτων,
κι εκείνος τέλειωσε το ποτήρι του.
Το κίτρινο φουστάνι.
Το αγαπημένο του κίτρινο φουστάνι,
κι εκείνη ούρλιαξε ξανά.
Σήκωσε το μαχαίρι,
έλυσε την ζώνη του,
έσκισε τα πανιά, κι εκεί
μπροστά της,
έκοψε τ’ αρχίδια του.
Τ’ άρπαξε στο χέρι
σαν βερύκοκα,
τα ‘ριξε στη λεκάνη του μπάνιου
και τράβηξε το καζανάκι.
Εκείνη συνέχισε να ουρλιάζει
καθώς το δωμάτιο κοκκίνιζε.
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΘΕΕ ΜΟΥ!
Κι εκείνος κάθισε κρατώντας 3 πετσέτες
ανάμεσα στα σκέλια του·
χωρίς να νοιάζεται αν θα φύγει,
αν θα μείνει,
αν φοράει πράσινα ή κίτρινα,
αν είναι καν ντυμένη.
Με το ένα χέρι να κρατά τις πετσέτες
και με το άλλο να βάζει
ακόμα ένα ποτηράκι.


ΜΠΥΡΑ
Ούτε που ξέρω πόσες μπύρες
έχω κατεβάσει
περιμένοντας να γίνει
κάτι της προκοπής.
Ούτε που ξέρω πόσο κρασί, πόσο ουίσκι,
πόση μπύρα
- μπύρα ιδίως -
έχω κατεβάσει.
Χωρίζοντας με γυναίκες,
περιμένοντας το χτύπημα του τηλεφώνου,
περιμένοντας τον ήχο βημάτων·
και το τηλέφωνο να μη χτυπά
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά
και τα βήματα να μη φτάνουν
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά.
Όταν κοντεύει το στομάχι να μου βγει
από το στόμα,
έρχονται, φρέσκιες-φρέσκιες, σαν ανοιξιάτικα λουλούδια:
“Μα τι στο διάολο έχεις πάθει;
Έτσι που έγινες θα κάνεις
τρεις μέρες να με γαμήσεις!”
Τα θηλυκά κρατιούνται καλά.
Ζουν επτάμισι χρόνια παραπάνω
από τ’ αρσενικά και πίνουν ελάχιστη μπύρα
μιας και ξέρουν πως κάνει κακό
στη σιλουέτα.
Την ώρα που εμείς τρελαινόμαστε,
εκείνες γυρίζουν,
γελώντας, χορεύοντας
με σκληροτράχηλους καμπόυδες.
Πάει καλά! Υπάρχει και η μπύρα.
Κάργα σακούλες μ’ άδεια μπουκάλια,
κι όταν τραβήξεις κανένα,
τ’ άλλα πέφτουν απ’ το βρεγμένο πάτο
της χαρτοσακούλας,
κατρακυλώντας,
χτυπώντας,
αδειάζοντας γκρίζες στάχτες, νοτισμένες,
κι αποπίματα.
Ή πάνε και πέφτουν στις 4 το πρωί,
κάνοντας το μόνον ήχο
της ζωής σου.
Μπύρα.
Θάλασσες, ποτάμια μπύρα.
Μπύρα, μπύρα, μπύρα.
Το ράδιο παίζει ερωτικά
τραγουδάκια
καθώς το τηλέφωνο σιωπαίνει ακόμα,
πάνω-κάτω
και παντού
μονάχα μπύρα

(Charles Bukowski - Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση. Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ)


ο Tom Waits διαβάζει Bukowski



ο Λάκης Παπαδόπουλος μελοποιεί Bukowski





Απο τον δίσκο Άκυρο 1982

Ένα αποχαιρετιστήριο πράγμα καθώς ανάσαινε,
κατέβαινε στο χωλ με εσώρουχα
με μπογιατισμένο πρόσωπο σαν παλιάτσος,
μια βόμβα από την Κολωνία
στη δεξιά του τσέπη
'μια εποχή στην Κόλαση' στην αριστερή,
λουρίδες ηλιοβασιλέματος σαν ίνες φλαμουριάς
εξαντλούσαν τα μπράτσα του.

Και τον βρήκανε το πρωϊ κρεμασμένο
στης εξόδου κινδύνου το παράθυρο
πρόσωπο παγωμένο και σβησμένο
σαν ηλεκτρική λάμπα

Και τα σπουργίτια ήταν κάτω στα θάμνα
και γνώριμα τα σπουργίτια
δεν τραγουδούν, βγάζουν ήχο και βγάζουν ήχο
και ... οι άνθρωποι
όχι τα σπουργίτια
τον κατέβασαν από τη σκάλα
σαν άχρηστη κουκουβάγια



Δεν υπάρχουν σχόλια: