Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Β. Οικονομόπουλος, γεννήθηκε στο Δερβένι Κορινθίας το 1888 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, στις 9 Σεπτέμβρη 1942. Μορφώθηκε κατ' οίκον από τον πατέρα του, που 'ταν εκπαιδευτικός και στα 14 του εγκατασταθήκανε στην Αθήνα όπου εργάστηκε σ' αθηναϊκές εφημερίδες. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο, ύστερα, συνεπεία αφροδισιακού νοσήματος, το 1920, πέρασε τα σύνορα της ουτοπίας και του δράματος, για να υποκύψει στη τρέλα. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, -όπου δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία συνέγραφε σε χαρτί του ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες-, για να μη κατορθώσει να βγει ποτέ από 'κει.
Στον 'Αδη
Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ' απογείρει.
Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη
κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι.
Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,
το κορμί μας στον τάφο θ' απογείρει.
Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.
Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι
της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη
μας φούντωνε του αίματος τη πύρη.
Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν
κάθε χαρά που πέρασε και πάει
και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα.
Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.
σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,
ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα.
Υπεράνω
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί
επάνω απ' της αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη χίμαιρ' άλλης πλάσης
δε γλυκάνει τη πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις,
Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι
ένθεν η ορμή μας ξεπετά εκεί
επάνω απ' της αβύσσου τ' άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα χνάρι μας να μη σταθεί.
Κι αν η πίστη στη χίμαιρ' άλλης πλάσης
δε γλυκάνει τη πίκρα στη ψυχή,
Ανυπαρξία κι αν δε μας ξεγελάσεις,
οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σ' αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ' τη ζωή!...
να πούμε πως εζήσαμε σ' αμάχη,
μέσα μα και σαν έξω απ' τη ζωή!...
Ποιητής
Είχα πέσει σε βύθος, είχα πάντα τη μαύρη
κι ολοπέλπιδη νύστα του βραχνά καταλύτη...
μες στο κάμα του θέρους, τη θλιμμένη και λαύρη
ποθοθάνατη 'νείρια του οράματος νήτη.
Έχω λήθαργου μοίρα κι είχα παραμελήσει
χρόνια. Κι όμως ο στίχος, ο ρυθμός δεν ελείπαν.
Είχα ανέβει εκεί που 'ναι μόναχα η βρύση...
κι η επιστήμη, αν δεν είχα, δεν θ' ανέβαινα -είπαν.
Επειδή κι είχα χάσει το ρέγουλο, είμαι
ο εμπνευσμένος ονείρων και κόσμων προφήτης,
ο πηγαίος ποιητής που στο σύννεφο κείμαι,
ο μεγάλος, ο θείος των ρυθμών υποφήτης!
Καρτέρι
Πάντα να περιμένω στ' ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
μες απ' τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Πάντα να περιμένω στ' ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
μες απ' τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα,
σ' ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
που 'ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα...
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.
σ' ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
που 'ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα...
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.
'Άγνωστη
Απόψε και να μ' έβλεπε 'κείνη π' αναζητώ,
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
αυτή που δεν εγνώρισα και που ποτέ δεν είδα,
που στη καρδιά μου ευλαβικά τόσο καιρό κρατώ,
σα κάποια προμηνυτική που με φωτίζει, αχτίδα.
Απόψε, που σκιρτά η καρδιά, το μάτι λάμπει αδρό,
σπιθίζει το αίμα μέσα σου κι αγάλλεται η ψυχή μου,
κι ανυψωμένη η σκέψη μου στ' άπειρο, μ' αργυρό
φως φεγγαρίσιο, αχνοφωτά, ντύνει την έκστασή μου...
Δεν Ήτανε Να Γίνω...
Ένα πουλί που λάλησε
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω 'νειρευτεί...
στον άνεμο της νιότης,
στ' ολάνθιστο απαλό κλαδί
κάποιας αγάπης πρώτης
και το τραγούδι του άλλαξε
σε πικρό ξάφνου θρήνο.
Δεν ήτανε να γίνω
ό,τι έχω 'νειρευτεί...
Έμπνευση
Δεν είν' άλλο στον κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.
Δεν είν' άλλο στον κόσμο απ' την έμπνευση μόνο,
μόνο αυτή νανουρίζει τον πικρό μας τον πόνο
και μας σώνει απ' του χρόνου τον βαρύ τον κασμά.
Να σε βλέπω, να παίρνω τα όλα σου, όλα τα ωραία,
να τα λιώνω στου στίχου τον κυλούμενο γύρο,
να τα κλώθω, να γίνουν πολλά, ένα, μια ιδέα,
κι απ' της έμπνευσης όλα ραντισμένα το μύρο.
Πορτραίτο
Στο δρόμο, που το πλήθος τρέχει αδιάφορο
για κάθε ωραίο, αγάλι επερπατούσες,
έμοιαζες σα να σε ύψωνε πνοή
και τίποτα σα να μην εμισούσες.
Το βήμα σου απαλό σαν Απολύτρωση
κι η όψη σου ολόασπρη σαν κρίνο
κι έπεφτε η λάμψη της ματιάς κι εφάνταζε
το γαληνό χαμόγελό σου εκείνο!
Ένας ιερεύς κάποιας θρησκείας απόκοσμης
ή από του Βελασκέζ το θείο χρωστήρα
ζωγραφισμένος Ανδαλούσιος άρχοντας,
πρόβαινες μέσ’ την ανθρωποπλημμύρα.
Στον πολυθόρυβο το δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα
όραμα πράο, άυλο, της αγιωσύνης
και στην ψυχή μου απόμεινες σαν είδωλο
μιας αιθερίας, ονειρευτής αλήνης.
για κάθε ωραίο, αγάλι επερπατούσες,
έμοιαζες σα να σε ύψωνε πνοή
και τίποτα σα να μην εμισούσες.
Το βήμα σου απαλό σαν Απολύτρωση
κι η όψη σου ολόασπρη σαν κρίνο
κι έπεφτε η λάμψη της ματιάς κι εφάνταζε
το γαληνό χαμόγελό σου εκείνο!
Ένας ιερεύς κάποιας θρησκείας απόκοσμης
ή από του Βελασκέζ το θείο χρωστήρα
ζωγραφισμένος Ανδαλούσιος άρχοντας,
πρόβαινες μέσ’ την ανθρωποπλημμύρα.
Στον πολυθόρυβο το δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα
όραμα πράο, άυλο, της αγιωσύνης
και στην ψυχή μου απόμεινες σαν είδωλο
μιας αιθερίας, ονειρευτής αλήνης.
Πηγή: ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου