Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας ,
Τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα…
Γ. Σεφέρης.
Ηρώδειο:
Η υγρή ψυχή των ψηφοφόρων
Ελαύνεται εις πάθος
Φταίνε οι τόνοι της «Ποιμενικής»
(για ό,τι γράφω—γράψε λάθος
αν λάβει γνώση ο ανακριτής)
Φτηνές εσθήτες, λιλιά λοφία,
χοντρές κυρίες που έχουν γνώμη,
στολές—γαλόνι.
Πρώτες σειρές—
Συγκαταφάσκουσα μπουρζουαζία.
“Αν είχα θάρρος κι ένα μπετόνι…
«Μα τι σας φταίει η κοινωνία ; !»
Τα σπίρτα κρύβω—
πρέπει να στρίβω
με υποπτεύονται για α ν α ρ χ ί α.
Κωνσταντίνος Σοφιανός 1945 (!!!)
Θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «που πηγαίνεις;» θ’ απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση μα σάρκα και οστά».
«εδώ δεν έχει πια που να πατήσεις»
παντού μερμήγκια, σαύρες και σκορπιοί,
στη θάλασσα παραμονεύουνε κονσέρβες
κι οι τροχονόμοι γίναν δύτες κι ηθοποιοί.
Μετά το ματς γυρνούν όλοι στο σπίτι τους και τρώνε,
Κοιτάζουν στην τηλεόραση τον πόλεμο μακριά,
Οι γλάστρες τους μαραίνονται καθώς αυτοί κοιμώνται,
Μες στο ψυγείο κάθεται ο διάολος και γελά.
Φυτρώσανε στους τάφους ναύλoν άνθη
κι οι αστυνόμοι δέρνουν τον κρατούμενο λυτό,
όλα επιτρέπονται—ακόμη και τα άγχη
μπροστά στο μνήμα του Λευτέρη δάκρυα από μπετόν.
Απ’ ώρα σε ώρα θα συλλάβουνε κι εμένα,
ίσως γιατί θα ξέχασα να βάλω το μπριλκρήμ,
μπροστά στη λάμπα αν με ρωτήσουνε «ποιος είσαι;»
θα πω πως είμαι το πανίσχυρο το Βιμ.
Κι έτσι θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «που πηγαίνεις;» θ’ απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά».
Χρήστος Ν. Βαλαβανίδης 1944 (!!!!!!)
ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμιδιά,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματα τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες τους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει,
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης,
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
Πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω» λες κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»
φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
“Αν τουλάχιστον, μες τους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Κώστας Καρυωτάκης
ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
Κυριακή. Σ’ ένα βαπόρι
Στριμωχτήκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
Ξεμυξίζουν οι μαμάδες.
Τα σκυλιά δε λογαριάζουν
Ο Σηκουάνας που ‘χει πνίξει,
Δε φοβούνται, διασκεδάζουν
Την ευγενική τους πλήξη.
«Ω, τι ζέστη, θεέ μου, βράζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες
κι επιπόλαιες και γελοίες,
ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους
διευκολύνουν τους εμετούς.
Laurent Tailhade σε μετάφραση Καρυωτάκη
Ώρε φιλάρα!
Στο τηλέφωνο δε λέγονται…
Άμα κατέβεις από δω
θα σου δείξω κάτι μεγάλα φτερά που μου φυτρώσανε
θα σου δείξω
πόσο ανάλαφρα πέταγα
πηγαίνοντας στην απαγορευμένη συγκέντρωση
γιατί σφύριζε στο χέρι μου
μια βαριά αλυσίδα
Κατερίνα Γώγου
Ο ΤΡΟΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ
ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΝΣΕΡΒΑ ΡΟΔΑΚΙΝΑ
Να πεθάνεις με τις μπότες,
Καθώς γράφεις ποιήματα,
Δεν είναι τόσο ένδοξο,
Όσο να τρέχεις καβάλα σε άλογο
Στους δρόμους του Μπρόντγουευ,
Με έναν δυναμίτη στο στόμα.
Όμως τίποτε από τα δύο δεν προσθέτει
Στο άθροισμα των πλανητών.
Το άλογο ήταν σκούρο,
Το όνομα:
Σάντσεθ ή Καντίνσκι,
Η θερμοκρασία 30 υπό σκιά
Και τα παιδιά επέμεναν να τσιρίζουν:
Γουρούνι, γουρούνι,
Κουραστήκαμε,
Πέτα μας στην κόλαση.
Charles Bukowski.
Τι χάνω εγώ τις μέρες μου
τη μια κοντά στην άλλη,
κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιά
ξινίζει το κρασί,
αφού μονάχα όταν περνώ
το βλέμμα από το κρουστάλλι,
με νέα ρετσίνα ολόγεμο,
βλέπω τη ζωή χρυσή;
Κ.Καρυωτάκης
Όλα τα ποιήματα αυτής της "άτυπης" ανθολογίας (εκτός από αυτά της Γώγου και του Μπουκόφσκι), περιέχονται στο "Κώστας Καρυωτάκης - Ποιήματα και Πεζά" που επιμελήθηκε ο Γ.Σαββίδης 1η έκδοση 1972 ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΡΜΗΣ και έπειτα το 1993 από τις εκδόσεις "ΕΣΤΙΑ".
Το μουσικά κομμάτια που ακολουθούν, είναι
1. η μελοποίηση του "Βαρκαρόλα" από τους "Ωχρά Σπειροχαίτη"
2. Η Πρέβεζα του Καρυωτάκη από τον Θανάση Γκαϊφύλλια και μουσική του Γιάννη Γλέζου
Κανείς δεν θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θα 'χει
ούτε μισό μισοσβησμένο όχι.
Θα βουλιάζουμε - βουλιάζουμε -
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.
Είπα κι εγώ ν αλλάξω ζωή,
ν αρχίσω καινούργιο παιχνίδι.
Το ξερα πριν κρατούσα γυμνή
κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι.
Και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα,
να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.
Στο Φανάρι του Διογένη
κάθεται ένας νιος και περιμένει...
Μην το γκρεμίσουν,
κι ας τον νομίσουν φονιά
που χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
Πια δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω, βοριά.
Νιε μου, το φανάρι δεν 'φελά.
Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω,
βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι,
με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν,
ταφήν να πληρώσω του κλέφτη.
Των δεσποτάδων, κυβερνητάδων,
χοντροτζεπάδων και δικαστών.
Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει.
Κι ο σκυφτός λαός να περιμένει...
Για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά,
μα η υποταγμένη μας καρδιά.
Μ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές,
ψάχνεις για ανυπόταχτες ματιές.