Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

Λύτρωση - Μπύρα - Bukowski


ΛΥΤΡΩΣΗ

Έπινε κρασί όλη νύχτα, τη νύχτα της 28ης
και τη σκεφτόταν συνεχώς:
πώς περπατούσε, πώς μιλούσε κι αγαπούσε,
πώς του ‘λεγε όλα όσα μοιάζαν γι’ αληθινά
κι όμως δεν ήταν. ‘Ηξερε
τα χρώματα των φορεμάτων της ένα προς ένα,
τα χρώματα των παπουτσιών της -
το ύψος, την καμπύλη του κάθε τακουνιού
σαν και το πόδι που είχε πια
στο σχήμα τους πλαστεί.
Όταν γύρισε στο σπίτι εκείνη έλειπε πάλι.
Θα ερχόταν, όπως πάντα, μ’ αυτή τη γνωστή μυρωδιά,
κι όντως
ήρθε στις 3 το πρωί
βρομώντας σαν γουρούνα,
κι εκείνος
άρπαξε το χασαπομάχαιρο,
κι εκείνη ούρλιαξε
κολλώντας στο ρημαγμένο τοίχο -
κάπως όμορφη ακόμη
παρ’ όλη την μπόχα των ερώτων,
κι εκείνος τέλειωσε το ποτήρι του.
Το κίτρινο φουστάνι.
Το αγαπημένο του κίτρινο φουστάνι,
κι εκείνη ούρλιαξε ξανά.
Σήκωσε το μαχαίρι,
έλυσε την ζώνη του,
έσκισε τα πανιά, κι εκεί
μπροστά της,
έκοψε τ’ αρχίδια του.
Τ’ άρπαξε στο χέρι
σαν βερύκοκα,
τα ‘ριξε στη λεκάνη του μπάνιου
και τράβηξε το καζανάκι.
Εκείνη συνέχισε να ουρλιάζει
καθώς το δωμάτιο κοκκίνιζε.
ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ; ΘΕΕ ΜΟΥ!
Κι εκείνος κάθισε κρατώντας 3 πετσέτες
ανάμεσα στα σκέλια του·
χωρίς να νοιάζεται αν θα φύγει,
αν θα μείνει,
αν φοράει πράσινα ή κίτρινα,
αν είναι καν ντυμένη.
Με το ένα χέρι να κρατά τις πετσέτες
και με το άλλο να βάζει
ακόμα ένα ποτηράκι.


ΜΠΥΡΑ
Ούτε που ξέρω πόσες μπύρες
έχω κατεβάσει
περιμένοντας να γίνει
κάτι της προκοπής.
Ούτε που ξέρω πόσο κρασί, πόσο ουίσκι,
πόση μπύρα
- μπύρα ιδίως -
έχω κατεβάσει.
Χωρίζοντας με γυναίκες,
περιμένοντας το χτύπημα του τηλεφώνου,
περιμένοντας τον ήχο βημάτων·
και το τηλέφωνο να μη χτυπά
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά
και τα βήματα να μη φτάνουν
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά.
Όταν κοντεύει το στομάχι να μου βγει
από το στόμα,
έρχονται, φρέσκιες-φρέσκιες, σαν ανοιξιάτικα λουλούδια:
“Μα τι στο διάολο έχεις πάθει;
Έτσι που έγινες θα κάνεις
τρεις μέρες να με γαμήσεις!”
Τα θηλυκά κρατιούνται καλά.
Ζουν επτάμισι χρόνια παραπάνω
από τ’ αρσενικά και πίνουν ελάχιστη μπύρα
μιας και ξέρουν πως κάνει κακό
στη σιλουέτα.
Την ώρα που εμείς τρελαινόμαστε,
εκείνες γυρίζουν,
γελώντας, χορεύοντας
με σκληροτράχηλους καμπόυδες.
Πάει καλά! Υπάρχει και η μπύρα.
Κάργα σακούλες μ’ άδεια μπουκάλια,
κι όταν τραβήξεις κανένα,
τ’ άλλα πέφτουν απ’ το βρεγμένο πάτο
της χαρτοσακούλας,
κατρακυλώντας,
χτυπώντας,
αδειάζοντας γκρίζες στάχτες, νοτισμένες,
κι αποπίματα.
Ή πάνε και πέφτουν στις 4 το πρωί,
κάνοντας το μόνον ήχο
της ζωής σου.
Μπύρα.
Θάλασσες, ποτάμια μπύρα.
Μπύρα, μπύρα, μπύρα.
Το ράδιο παίζει ερωτικά
τραγουδάκια
καθώς το τηλέφωνο σιωπαίνει ακόμα,
πάνω-κάτω
και παντού
μονάχα μπύρα

(Charles Bukowski - Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση. Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ)


ο Tom Waits διαβάζει Bukowski



ο Λάκης Παπαδόπουλος μελοποιεί Bukowski





Απο τον δίσκο Άκυρο 1982

Ένα αποχαιρετιστήριο πράγμα καθώς ανάσαινε,
κατέβαινε στο χωλ με εσώρουχα
με μπογιατισμένο πρόσωπο σαν παλιάτσος,
μια βόμβα από την Κολωνία
στη δεξιά του τσέπη
'μια εποχή στην Κόλαση' στην αριστερή,
λουρίδες ηλιοβασιλέματος σαν ίνες φλαμουριάς
εξαντλούσαν τα μπράτσα του.

Και τον βρήκανε το πρωϊ κρεμασμένο
στης εξόδου κινδύνου το παράθυρο
πρόσωπο παγωμένο και σβησμένο
σαν ηλεκτρική λάμπα

Και τα σπουργίτια ήταν κάτω στα θάμνα
και γνώριμα τα σπουργίτια
δεν τραγουδούν, βγάζουν ήχο και βγάζουν ήχο
και ... οι άνθρωποι
όχι τα σπουργίτια
τον κατέβασαν από τη σκάλα
σαν άχρηστη κουκουβάγια



Δολιότητες - Τάσος Λειβαδίτης



            Τον γνωρίζαμε τόσο λίγο, αλλά ας τον ονομάσουμε Ιάκωβο, για λόγους ηρεμίας,  –  κι εδώ ας θυμηθούμε τις μεγάλες αγυρτείες των λέξεων ή τα οικιακά σκεύη που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς, αφού αυτοί που τα χρησιμοποιούσαν, είχαν τις πιο άδολες σκέψεις,
            όπως κάθε σελίδα έχει το τέλος της και κάθε ναυάγιο τον τυχερό του, κάθε παιδί το μήλο του και κάθε τρελός το υπόγειό του, κάθε θλιμμένος τον τοίχο του και κάθε νεκρός τον ορυμαγδό του –
            αλλά ας διακόψουμε την απαρίθμηση τόσων θλιβερών κι ας εντρυφήσουμε στο πώς οι μέλισσες ιδρύουν τις αυτοκρατορίες τους ή πώς πεθαίνουν οι επαναστάσεις ή γιατί δεν ανοίξαμε την πόρτα μας στο ήσυχο βράδυ, έτσι που να μην ξενιτευόμαστε για μικροπράγματα
            και ζήσαμε δόλια, σαν τους αρχαίους βάρδους που άφηναν τα γένια τους ως κάτω τη γη, για να μη φαίνεται πόσο ήταν παιδιά
            όταν τραγουδούσαν.



 από την ποιητική συλλογή ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ εκδόσεις: κέδρος

ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ - Καρυωτάκης



Δημοσιεύτηκε στο "Ο Λόγος" (Κωνσταντινουπόλεως) το Νοέμβριο του 1920. Γράφτηκε πιθανότατα τον Ιούνιο του 1920 όταν ο ποιητής νοσηλευόταν στο ΣΤ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών.






Οι άνθρωποι νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα. Eτσι κανένας δε θα' θελε να υποθέσει πως ένα καύκαλο μέσα στην οστεοθήκη του είναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά. Γι' αυτό δεν έτρεμε καθόλου το χέρι τού παράξενου ποιητή όταν ήρθε μια μέρα να ταράξει τον ύπνο των αιώνων που κοιμόμουν μέσα στο μαύρο μου κασονάκι, όξω από την εκκλησία του νεκροταφείου.


Τις δύο μικρές σπηλιές στη βάση του μετώπου μου - στη ζωή τ' όνομα τους ήταν γλυκό σαν το φως - τις γιόμιζε η νύχτα του ασυνείδητου. Κάποια αράχνη εσάλευε απάνω στο μηλίγγι μου κ' είχε γίνει το όνειρό μου. Ξυπνώντας έξαφνα, ένοιωσα να με σηκώνουν. Σιγουρα θα ήρθε η ώρα του χωνευτηρίου, εσκέφτηκα. Με το δίκιο τους θα κουράστηκαν οι δικοί μου να πληρώνουν τόσα χρόνια τώρα το μισό νοίκι που εξασφάλιζε τη θέση μου στην αυλή της εκκλησίας. Αλλά δεν ήταν αυτό. Μ' ετύλιξαν σε μιαν εφημερίδα, κ' ύστερα από λίγην ώρα εβρέθηκα στο τραπέζι της μελέτης του ποιητή μου, απάνω σ' ένα βιβλίο που έτυχε να' ναι κάτι εύθυμα τραγούδια αγάπης.


Στην αρχή μ' άφησαν ήσυχο να κοιτάζω ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο στενό του κύκλο το βλέμμα μου, που δεν ήταν βέβαια βολετό να το διευθύνω όπου ήθελα. Αντίκρυ μου άσπριζε το κρεβάτι. Οι θύμησές μου ολοένα εζωήρευαν με το να το βλέπω. Τώρα θυμόμουν καθαρά ένα κρεβάτι. Δεν ήταν το κρεβάτι της τελευταίας μου αρρώστειας. Γιατί το ξεκουραστικό κρεβάτι του θανάτου δεν το θυμάται ένα καύκαλο σαν εμένα παρά μόνο για να νοσταλγήσει τη ζωή. Θυμόμουν, όμως, καθαρά ένα κρεβάτι. Ύστερα επέρασε θαμπό από τη μνήμη μου κάτι άλλο... Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τι. Πάει τόσος καιρός από τότε...
Εκοίταζα το ημερολόγιο στον τοίχο για να ιδώ πόσα χρόνια εβάστηξε ο ύπνος μου, όταν ένιωσα από το θόρυβο πως κάποιος εμπήκε στην κάμαρα. Ήταν ένας φίλος του απαγωγέα μου. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Ο ποιητής μ' έδειξε λέγοντας: "Να σου συστήσω τον κύριο...", κ' είπε τ' όνομά μου, που το' χε διαβάσει στην οστεοθήκη.Ο άλλος υποκλίθηκε χωρικά, έβγαλε το καπέλο του και μου το φόρεσε. ʼναψε κ' ένα τσιγάρο και το σφήνωσε στα δόντια μου. Ύστερα αρχίσανε να γελάνε. Εγώ τους εκοίταζα σοβαρά, όπως ταιριάζει, σ' όσους έζησαν τη ζωή, να κοιτούνε αυτούς που θα τη ζήσουν. Δε με πείραζε καθόλου ένα τέτοιο φέρσιμο, μόνε συλλογιζόμουνα τι απλοϊκοί που 'ναι οι άνθρωποι να νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα και να μη θέλουνε ποτέ να παραδεχτούνε πως ένα καύκαλο μπορεί να 'ναι κάτι παραπάνω από ό,τι πιστεύεται κοινά.


Δυο ολόκληρες ώρες αναγκάστηκα να τους ακούω. Τα λόγια τους θα μου 'φέρναν πικρό το χαμόγελο στα χείλη. Μιλούσανε για τις γυναίκες τους, για τα βιβλία τους, για κάθε τι, σα να μην ήταν το κρανίο ενός ανθρώπου όμοιου μ' αυτούς η μπάλα εκείνη της φρίκης που τη ήξεραν τόσο κόντά τους.
Εφύγανε.


Αργά, μετά τα μεσάνυχτα, εγύρισε μονάχος ο ποιητής. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα κάτι σαν ένα αίσθημα υπεροχής να με κυριεύει. Καθώς άναβε η λάμπα, το χέρι του δεν ήταν όμοια σταθερό όπως όταν άνοιγε το μάυρο μου κουτί, στο νεκροταφείο. Το φως, πέφτοντας λοξά απάνω μου, μού 'δωσε μιαν όψη παράξενα ζωντανή. Το κατάλαβα από την έκφραση του φίλου μου αυτό. Με πήρε στα χέρι του. ʼνοιξε το παράθυρο. Θα με πετούσε στο δρόμο, αν δεν εκάρφωνα   πιο μαύρο και πιο βαθύ το βλέμμα μου στο μεταξύ των ματιών του. Μ' άφησε στο πεζούλι του παραθύρου κ' έκλεισε. Όλη τη νύχτα τον άκουγα να στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Αν εκοιμήθηκε, θα 'κανε πολύ ταραγμένο ύπνο.


Το πρωί βρέθηκα μέσα στην οστεοθήκη μου. Χωρίς άλλο θα μ' έφερε στη θέση μου ο ίδιος εκείνος τύπος με τα παράξενα γούστα. Τώρα ακουμπώ το σαγόνι μου στοχαστικά στο κόκκαλο του χεριού και σκέφτομαι την περιπέτειά μου. Μου φαίνεται πως βλέπω ακόμα το βιβλίο με τα εύθυμα ερωτικά τραγούδια και το ημερολόγιο με την τραγικά προχωρημένη ημερομηνία. Περσότερο όμως συλλογιέμαι το κρεβάτι. Το κρεβάτι μ' έκαμε να μισοθυμηθώ μια μικρή ιστορία που ενόμιζα πως είχα κατορθώσει να ξεχάσω ολότελα. 

Baudelaire σε μετάφραση Καρυωτάκη


Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, βαβήλ σκοτεινό, όπου μυθιστορήματα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατεύονταν.  Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
Δύο φωνές μου μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η γη είναι ένα ωραίο γλύκισμα ωραίο (και η ευχαρίστηση σου θα είναι τότε χωρίς τέλος!) μπορώ να σου δώσω μία όρεξη παρόμοια μεγάλη.» Και η δεύτερη: «Έλα! Ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» Και η φωνή αυτή τραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι γλυκιά φωνή!»
Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και , θύμα της οξυδέρκειας μου , σέρνω φίδια που μου δαγκώνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.
Αλλά η φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα ‘όνειρα σου. Οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»
CHARLES BAUTLAIRE 

Jean Genet - ο σχοινοβάτης (απόσπασμα)



Ο ποιητής μπορεί να διακινδυνέψει τα πάντα για να κατακτήσει την απόλυτη μοναξιά, που είναι απαραίτητη για να πραγματοποιήσει το ποιητικό του έργο—να το αποσπάσει από το κενό για να του δώσει ζωή. Αποδιώχνει περίεργους και φίλους, ή συμβουλές που θα έκαναν το έργο του προσιτό στον κόσμο. Μπορεί, ίσως , να επιλέξει την εξής μέθοδο: αφήνει γύρω του μια δυσωδία τόσο αηδιαστική, τόσο ρυπαρή, που κι ο ίδιος  λιποθυμά και παθαίνει ασφυξία. Τον αποφεύγουν.  Είναι μόνος. Η ολοφάνερη συμφορά του θα του επιτρέψει κάθε λογής θρασύτητα, αφού κανένα βλέμμα δεν τον ενοχλεί.  Κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και την ερημιά του θανάτου. Η φωνή του δεν ξυπνά καμία ηχώ. Γιατί αυτά που έχει να πει δεν απευθύνονται πια σε κανέναν, κι ούτε χρειάζεται να τα καταλάβουνε οι ζωντανοί—δεν τα υπαγορεύει εξάλλου η ζωή, παρά τα επιβάλει η εξουσία του θανάτου.

«θανάσιμη μοναξιά»
Στον πάγκο του μπαρ μπορείς ν’ αστειευτείς  με οποιονδήποτε, να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου με όποιον θέλεις. Μα ο άγγελος αναγγέλλει τον ερχομό του. Μείνε μονάχος να τον υποδεχτείς. Και άγγελος μας είναι η νύχτα που πέφτει στην εκθαμβωτική πίστα. Ακόμα κι αν η δική σου μοναξιά είναι πλημμυρισμένη στο φως ενώ σκοτάδι τα χιλιάδες μάτια που σε κρίνουν, που φοβούνται και προσδοκούν τη πτώση σου, θα χορέψεις πάνω και μέσα στην άνυδρη μοναξιά, με τα μάτια δεμένα και εί δυνατόν τα βλέφαρα ραμμένα. Τίποτε όμως δε θα σε εμποδίσει να χορέψεις για την εικόνα σου, και προπαντός χειροκροτήματα ή γέλια. Αλίμονο , είσαι καλλιτέχνης, και δε γίνεται πια να αγνοήσεις την  ανελέητη άβυσσο των ματιών σου. Νάρκισσος χορεύει;  Δεν είναι ωστόσο  φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο. Χόρευε λοιπόν ολομόναχος. Χλωμός , πελιδνός, γεμάτος αγωνία αν θα αρέσεις στην εικόνα σου—δηλαδή  θα χορέψει η εικόνα σου για σένα.

Ποιος  φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους;

Ο έρωτας, σχεδόν απελπισμένος αλλά γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας που οφείλεις να δείχνεις στο σκοινί σου πρέπει να είναι δυνατός όσο και το συρματόσκοινο που κρατά το βάρος σου. Γνωρίζω τα αντικείμενα, τη μοχθηρία και τη σκληρότητα τους, αλλά και την ευγνωμοσύνη τους.  Το σκοινί ήταν νεκρό—ή έστώ, βουβό και τυφλό. Με την εμφάνιση σου θα ζωντανέψει και θα μιλήσει.
Θα το ερωτευτείς—με έναν έρωτα, θα έλεγα, σαρκικό. Τη νύχτα, καθώς είναι ακόμα κουλουριασμένο στο κουτί του, πήγαινε να το δεις, να το χαϊδέψεις, να ακουμπήσεις το μάγουλο σου στο δικό του.
JEAN GENET


Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης 
εκδόσεις: Καστανιώτη 

Charles Bukowski


Και ο ήλιος δείχνει το έλεος του
σαν λαμπαδηδρόμος που τρέχει ψηλά
Η ειρήνη για κάποιο λόγο
δεν είναι πια πολύτιμη
Η τρέλα επιπλέει σαν κρίνος
κάνοντας κύκλους
Οι ζωγράφοι σχεδιάζουν με
κόκκινο, πράσινο και κίτρινο
Οι ποιητές γράφουν για την μοναξιά τους
Οι μουσικοί πεθαίνουν της πείνας όπως πάντα
και οι νοβελίστες χάνουν τον σκοπό τους.
Αλλά όχι οι πελεκάνοι και οι γλάροι
Οι πελεκάνοι βουτάνε στα βαθιά
σηκώνονται τινάζοντας το θήραμα τους
Ο ουρανός γίνεται κόκκινος και πορτοκαλί
Τα λουλούδια ανθίζουν όπως ανθίζουν πάντα
καλυμμένα με μια παχιά σκόνη από μανιτάρια
δηλητηριώδη μανιτάρια
και σε χιλιάδες δωμάτια οι εραστές πλαγιάζουν μαζί
και χάνονται σε μια αρρωστημένη γαλήνη
Δεν μπορούμε να ξυπνήσουμε;
Πρέπει να είμαστε αγαπημένοι
και να πεθάνουμε
στον ύπνο μας!

Charles Bukowski



Το παραπάνω ποίημα του Charles Bukowski, δεν το βρήκα σε κάποια ελληνική μετάφραση, αλλά ούτε και το πρωτότυπο κατάφερα να βρω, καθώς τα βιβλία του με ποίηση (στα αγγλικά) ξεπερνούν τα 50.
Ως μοναδική πηγή έχω την ταινία Ιταλικής παραγωγής tales of ordinary madness (1981) του Marco Ferreri, που είναι βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο (ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας – εκδόσεις: Οδυσσέας, μετάφραση: Χρύσα Τσαλικίδου), που όμως, στο συγκεκριμένο βιβλίο, δεν εμπεριέχεται το ποίημα αυτό.
Το μετέφερα όπως το βρήκα από τους ελληνικούς υπότιτλους της ταινίας. Ούτε τον μεταφραστή γνωρίζω, ούτε ιταλικά.  Έτσι λοιπόν, δεν έχω ούτε τον τίτλο του ποιήματος, ούτε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία.
Όποιος γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία γι’ αυτό το ποίημα, ας τη μοιραστεί μαζί μας. 

3 ποιήματα της Κατερίνας Γώγου


Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ΄τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...


Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ΄ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει


Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σου ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.


Κατερίνα Γώγου

Μάνος Χατζιδάκις για τον Καλτεζά 1985


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Πόσο επίκαιρο αυτό που είχε γράψει ο Μάνος όταν σκότωσαν (και ξανασκότωσαν και ξανασκότωσαν...) το μικρό Καλτεζά το 1985.




"...Μια μωβ σκιά Μαΐου ξάπλωσε στον τόπο. Όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και στη Νομική Σχολή. Και στην οδό Σκουφά και Σόλωνος, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους, ενόχλησαν τους Έλληνες πολίτες και αγανάκτησαν τον Τύπο ολόκληρο. Γιατί δεν τους εξολοθρεύουν και δεν τους σπάνε το κεφάλι. Γιατί δεν ρίχνουν δακρυγόνα. Και η Σύγκλητος και οι φοιτητές όλων των παρατάξεων, όλοι αγανακτισμένοι με τα τριάντα - εκατό παιδιά που δεν το βάζουν κάτω, δεν εννοούνε να παραδεχτούν πως η όποια ελευθερία ανήκει μόνο στους αστυνομικούς και τους ηλικιωμένους. Που δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί καταδιώκονται αδιάκοπα, προπηλακίζονται ατελείωτα και συνεχώς υποχρεούνται να δέχονται εξευτελισμούς. Κι ο προπηλακισμός αρχίζει από τον δάσκαλο, τον επιστάτη του σχολείου, από τον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, απ' τον καθηγητή και τον δημόσιο λειτουργό ως τον δημόσιο υπάλληλο, από τους αξιωματικούς κι εκπαιδευτές στο κέντρο κατατάξεως ως τον τυχαίο μοτοσικλετιστή της τροχαίας που θα του ζητήσει άδειες, ταυτότητες και πιστοποιητικά. Ως τον γιατρό του νοσοκομείου που θα τον πάνε σηκωτό, ύστερα από τη γροθιά του οργάνου της τάξεως. Και το γνωρίζουμε πολύ καλά.


Εξύβριση αρχής - έτσι ονομάζεται η απαίτηση εξηγήσεων. Χειροδικία κατά της αρχής - έτσι είθισται ν' αποκαλείται η ενστικτώδης κίνηση του αμυνόμενου νέου. Και η ιστορία δεν έχει τέλος. Η ανωνυμία και η εισαγγελική αρχή θα του προσφέρει ή μια τραυματική αγανάκτηση ισόβια ή τον επιζητούμενο από την πολιτεία ευνουχισμό του. Αυτή είναι μια καθημερινή πραγματικότητα και δυστυχώς γνησίως ελληνική τα πρόσφατα και τελευταία σαράντα χρόνια - όσα είχα δηλαδή την ευτυχία να ζήσω σαν επώνυμος πολίτης εις τούτον τον ένδοξον κατά τα άλλα τόπον μας.


Μια μωβ σκιά Μαΐου σκέπασε την Αθήνα. Κι όμως δεν βρέθηκε ένας δημοσιογράφος, μια εφημερίδα ν' αγανακτήσει και να διαμαρτυρηθεί, να καταγγείλει την αλήθεια για αυτό το τρίγωνο του αίσχους. Σκουφά, Μαυρομιχάλη και Ιπποκράτους. Κι άρχισε μια σκόπιμη, ύποπτη κι έντεχνη σύγχυση τριών ασχέτων μεταξύ των περιπτώσεων. Οι νεαροί των Εξαρχείων να παρουσιάζονται ίδιοι με τους αλήτες των γηπέδων, τους επονομαζόμενους χούλιγκανς, και επιπλέον να καλλιεργείται η εντύπωση στην κοινή γνώμη, με στήλες ολόκληρες των θλιβερών εφημερίδων μας, ότι οι νέοι αυτοί, οι αναρχικοί, είναι οι βομβιστές και ίσως οι πιθανοί δράστες των δολοφονιών ή εμπρησμών. Και φυσικά, όταν με το καλό τελειώσει η δίωξη των εκατό, σαράντα ή είκοσι παιδιών και η όλη επιχείρηση στεφθεί μ' «επιτυχία», να πάρει τις διαστάσεις ενός πραγματικού θριάμβου... κατά του εγκλήματος. Την ίδια ώρα που δολοφονούνται εκδότες και οι δολοφόνοι δεν ανευρίσκονται. Δολοφονούνται πολίτες και οι δολοφόνοι δεν αποκαλύπτονται. Πεθαίνουν νέοι από ξυλοδαρμούς και οι δράστες κυκλοφορούν ανενόχλητοι και, τέλος, δεν ...ανακαλύπτονται. Την ίδια ώρα η πολιτεία αγανακτεί διότι υπάρχουν μερικά ζωντανά της κύτταρα που αντιδρούν άτεχνα, ανοργάνωτα, ίσως μ' αφέλεια, σ' όλην αυτή την οργανωμένη κρατική ασχήμια, αντί να βλογάμε τον Θεό που βρίσκονται ακόμη μερικοί που δεν συνήθισαν στην «παρουσία του τέρατος». (...) Κορίτσια κι αγόρια με γυαλιά, έτσι καθώς κοιτάτε με απορία κι αγανάκτηση για ό,τι συμβαίνει γύρω σας, είμαι μαζί σας. Και σας αγαπώ.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ


ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΓΩΓΟΥ ΕΚΤΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ


Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ’ του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν’ αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ’ τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν’ αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ’ ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ’ την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.






Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άναρχος, Τεύκος 1 Εκδόσεις Κολεκτίβα Άναρχος, Αθήνα, Νοέμβριος 1983.

Πυγή: το βιβλίο της Αγάπης Βιργινίας Σπυράτου, «Κατερίνα Γώγου: Έρωτας Θανάτου» μούσες πλούς 7ος Εκδόσεις βιβλιοπέλαγος 2007

Το κοράκι - Edgar Allan Poe




     
ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα σκοτεινά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν,
     
πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης,
     
έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος,
     
όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου.
  5
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου—
     
Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».


     
Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη,
     
και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλώνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα.
     
Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο — μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου
10
ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ
     
την εξαίρετη κι’ απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ —
     
εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν.
 
     
Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας,
     
μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούε τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν.
15
Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα:
     
«Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει.
     
Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει.
     
Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο».
 
     
Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό.
20
«Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας,
     
αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα,
     
και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου,
     
που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» — εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα —
     
σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.
 
25
Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκότάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος,
     
την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί.
     
Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο,
     
και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ».
     
Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ».
30
Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.
 
     
Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου
     
και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο.
     
«Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου,
     
ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω—
35
ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό—
     
Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».
 
     
Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα,
     
εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών.
     
Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του,
40
αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου-
     
κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου-
     
κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.
 
     
Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο,
     
με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε.
45
Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι,
     
ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας—
     
για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!»
     
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
 
     
Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα,
50
μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε — μεγάλη συνάφεια δεν είχε.
     
Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον
     
ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του—
     
είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του,
     
να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».
 
55
Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα
     
εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις.
     
Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε—
     
Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε—
     
Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές».
60
Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».
 
     
Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε,
     
είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό
     
που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή
     
τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν,
65
μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο
     
του Ποτέ — Ποτέ πια».
 
     
Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο,
     
Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα.
     
Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη,
70
Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο — του παλαιού καιρού— πουλί, 70
     
Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο —του παλαιού καιρού— πουλί
     
Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».
 
     
Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή
     
στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου·
75
Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, 75
     
στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας.
     
Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας,
     
και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.
 
     
Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι
80
που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. 80
     
«Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα — δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα
     
Ανακούφιση — ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ!
     
Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ».
     
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
 
85
«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! — προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος
     
είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά,
     
Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια —
     
σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ,
     
πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;»
90
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
 
     
«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος!
     
Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε—
     
Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ,
     
Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ-
95
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ—
     
Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι».
     
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
 
     
«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!»
     
Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης —
100
«Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας!
     
Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου!
     
Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου!
     
Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!»
     
«Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.
 
105
Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται,
     
στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας
     
και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει,
     
και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του·
     
και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα,
110
δεν θα ανασηκωθεί — ποτέ πια.