Ο ποιητής μπορεί να διακινδυνέψει τα πάντα για να κατακτήσει την απόλυτη μοναξιά, που είναι απαραίτητη για να πραγματοποιήσει το ποιητικό του έργο—να το αποσπάσει από το κενό για να του δώσει ζωή. Αποδιώχνει περίεργους και φίλους, ή συμβουλές που θα έκαναν το έργο του προσιτό στον κόσμο. Μπορεί, ίσως , να επιλέξει την εξής μέθοδο: αφήνει γύρω του μια δυσωδία τόσο αηδιαστική, τόσο ρυπαρή, που κι ο ίδιος λιποθυμά και παθαίνει ασφυξία. Τον αποφεύγουν. Είναι μόνος. Η ολοφάνερη συμφορά του θα του επιτρέψει κάθε λογής θρασύτητα, αφού κανένα βλέμμα δεν τον ενοχλεί. Κλυδωνίζεται ανάμεσα στη ζωή και την ερημιά του θανάτου. Η φωνή του δεν ξυπνά καμία ηχώ. Γιατί αυτά που έχει να πει δεν απευθύνονται πια σε κανέναν, κι ούτε χρειάζεται να τα καταλάβουνε οι ζωντανοί—δεν τα υπαγορεύει εξάλλου η ζωή, παρά τα επιβάλει η εξουσία του θανάτου.
«θανάσιμη μοναξιά»
Στον πάγκο του μπαρ μπορείς ν’ αστειευτείς με οποιονδήποτε, να τσουγκρίσεις το ποτήρι σου με όποιον θέλεις. Μα ο άγγελος αναγγέλλει τον ερχομό του. Μείνε μονάχος να τον υποδεχτείς. Και άγγελος μας είναι η νύχτα που πέφτει στην εκθαμβωτική πίστα. Ακόμα κι αν η δική σου μοναξιά είναι πλημμυρισμένη στο φως ενώ σκοτάδι τα χιλιάδες μάτια που σε κρίνουν, που φοβούνται και προσδοκούν τη πτώση σου, θα χορέψεις πάνω και μέσα στην άνυδρη μοναξιά, με τα μάτια δεμένα και εί δυνατόν τα βλέφαρα ραμμένα. Τίποτε όμως δε θα σε εμποδίσει να χορέψεις για την εικόνα σου, και προπαντός χειροκροτήματα ή γέλια. Αλίμονο , είσαι καλλιτέχνης, και δε γίνεται πια να αγνοήσεις την ανελέητη άβυσσο των ματιών σου. Νάρκισσος χορεύει; Δεν είναι ωστόσο φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο. Χόρευε λοιπόν ολομόναχος. Χλωμός , πελιδνός, γεμάτος αγωνία αν θα αρέσεις στην εικόνα σου—δηλαδή θα χορέψει η εικόνα σου για σένα.
Ποιος φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους;
Ο έρωτας, σχεδόν απελπισμένος αλλά γεμάτος τρυφερότητα, ο έρωτας που οφείλεις να δείχνεις στο σκοινί σου πρέπει να είναι δυνατός όσο και το συρματόσκοινο που κρατά το βάρος σου. Γνωρίζω τα αντικείμενα, τη μοχθηρία και τη σκληρότητα τους, αλλά και την ευγνωμοσύνη τους. Το σκοινί ήταν νεκρό—ή έστώ, βουβό και τυφλό. Με την εμφάνιση σου θα ζωντανέψει και θα μιλήσει.
Θα το ερωτευτείς—με έναν έρωτα, θα έλεγα, σαρκικό. Τη νύχτα, καθώς είναι ακόμα κουλουριασμένο στο κουτί του, πήγαινε να το δεις, να το χαϊδέψεις, να ακουμπήσεις το μάγουλο σου στο δικό του.
JEAN GENET
Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
εκδόσεις: Καστανιώτη
Μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
εκδόσεις: Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου