Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Τρεις νέες μεταφράσει από τη Άννα Μαρία Ιακόβου σε ποίηση του Charles Bukowski

Το πρόσωπο ενός πολιτικού υποψηφίου σε ένα πίνακα διαφημίσεων της πόλης

να τος
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλοί καυγάδες με γυναίκες
όχι πολλά κλαταρισμένα λάστιχα
ποτέ δε σκέφτηκε την αυτοκτονία
όχι περισσότεροι από τρεις πονόδοντοι
ποτέ δεν έχασε γεύμα
ποτέ δεν έκανε φυλακή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε
7 ζευγάρια παπούτσια
ένας γιος στο πανεπιστήμιο
αμάξι ενός έτους
ασφαλιστήρια συμβόλαια
ένα πολύ πράσινο γρασίδι
κάδοι σκουπιδιών καλά σφραγισμένοι
θα εκλεγεί.



Ερωτεύτηκα

είναι μικρή, είπε,
αλλά κοίτα εμένα,
έχω ωραίους αστράγαλους,
και κοίτα και τους καρπούς μου, έχω ωραίους
καρπούς
Θεέ μου,
νόμιζα ότι πήγαινε καλά,
και τώρα ξανά αυτή,
κάθε φορά που σου τηλεφωνεί τρελαίνεσαι,
μου είπες ότι τελείωσε
μου είπες ότι ως εδώ ήταν,
άκου, έχω ζήσει αρκετά για να γίνω
μια καλή γυναίκα,
γιατί έχεις ανάγκη μια κακή γυναίκα;
έχεις ανάγκη να σε βασανίζουν, έτσι δεν είναι;
νομίζεις ότι η ζωή είναι σάπια αν κάποιος σου συμπεριφέρεται
σάπια, όλα ταιριάζουν,
έτσι δεν είναι;
πες μου, αυτό είναι; θέλεις να σου φέρονται
σκατά;
και ο γιος μου, ο γιος μου θα σε γνώριζε.
το είπα στο γιο μου
και παράτησα όλους τους εραστές μου.
στάθηκα σε ένα καφέ και ούρλιαξά
ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ,
Και τώρα με κορόιδεψες…
συγγνώμη, είπα, ειλικρινά συγγνώμη.
κράτα με, είπε, θα με κρατήσεις σε παρακαλώ;
ποτέ ξανά δε βρέθηκα σε κάτι τέτοιο, είπα,
σε ένα τέτοιο τρίγωνο…
σηκώθηκε και άναψε τσιγάρο, έτρεμε ολόκληρη. έκανε βήματα πάνω κάτω, άγρια και τρελή. ήταν μικροκαμωμένη. τα χέρια της ήταν λεπτά, πολύ λεπτά και όταν ούρλιαξε και άρχισε να με χτυπάει την έπιασα απ’ τους καρπούς και μετά πέρασα στα μάτια¨ μίσος, αιώνες βαθιά και αληθινά. έκανα λάθος, ήμουν απρεπής και άρρωστος. όλα τα πράγματα που είχα μάθει είχαν χαραμιστεί.
δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα τόσο βρώμικο όσο εγώ
και όλα τα ποιήματα μου ήταν
εσφαλμένα.


Αγκάλιασε το σκοτάδι

ο σάλος είναι ο θεός
η τρέλα είναι ο θεός
όταν ζεις μονίμως ήρεμα
ζεις μονίμως το θάνατο.
η αγωνία μπορεί να σκοτώσει
ή
η αγωνία μπορεί να κρατήσει το βάρος της ζωής
αλλά η ηρεμία είναι πάντα τρομακτική
η ηρεμία είναι ό,τι χειρότερο
να περπατάς
να μιλάς
να χαμογελάς,
να φαίνεται ότι είσαι.
μην ξεχνάς τα πεζοδρόμια
τις πόρνες,
την προδοσία,
το σκουλήκι μέσα στο μήλο,
τα μπαρ, τις φυλακές,
τις αυτοκτονίες των εραστών.
εδώ στην Αμερική
έχουμε δολοφονήσει έναν πρόεδρο και τον αδερφό του,
ένας άλλος πρόεδρος παραιτήθηκε από τη θέση του.
οι άνθρωποι που πιστεύουν στην πολιτική
είναι σαν τους ανθρώπους που πιστεύουν στο θεό¨
είναι κάτι αποτυχημένοι που έχουν έφεση
στα ασήμαντα.
δεν υπάρχει θεός
δεν υπάρχει πολιτική
δεν υπάρχει ηρεμία
δεν υπάρχει έρωτας
δεν υπάρχει έλεγχος
δεν υπάρχει σχέδιο
μείνε μακριά από το θεό
παράμεινε ενοχλημένος
γλίστρα



Charles Bukowski

της Άννας-Μαρίας Ιακώβου


Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια - Τάσος Λειβαδίτης


(απόσπασμα του έργου του)


...γι αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιo βαθύ
απ' τον εαυτό της - η ζωή των άλλων.
...η μοναξιά είναι τόσο απέραντη
ώστε έρχονται δυο - δυο για να την υπομείνουν.
Στα πρόσωπά τους οι βαθιές ρυτίδες
είναι τ' αυλάκια που κυλάει ο χρόνος
πέφτοντας αθόρυβα
στην αιωνιότητα.

...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά
τα πιo αληθινά πράγματα...

Ήθελε να ζήσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ζωής, έξω απ' τη ματαιοδοξία.
Δεν ήξερε,
πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του...

Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους,
μυστικούς δεσμούς με το αίμα
αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης...

...οι πράξεις τρέχουν αίμα
απ' τη δειλία αποκεφαλισμένες...
...αίμα για να γεννηθείς,
αίμα για να πεθάνεις
βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα.

...σε τούτο το πανάθλιο ξενοδοχείο
γινόταν το πανάρχαιο μυστήριο της τιμωρίας και της συγχώρεσης...
Γιατί η ζωή είναι ατελείωτη και μπορεί κανείς να ξαναρχίσει
και δυο φορές - να ξαναρχίζει κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή...
Kι είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα.
...ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνέψει την ψυχή του στη μεγάλη
αβεβαιότητα του έρωτα.
Kαι πέρα στο βάθος απλώνεται η πόλη απέραντη, πολύβουη,
κατάφωτη, αμφιθεατρική, σαν ένα αρχαίο, γιγάντιο
στάδιο
όπου οι δειλοί δεν έχουν θέση.
Kι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,
απ' το τραγούδι.
"Aύριο", λες,
και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο
το πελώριο ποτέ.
...τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον - κι άλλες
τέτοιες βλασφήμιες.
Kαι τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε
ανθρώπινο όνομα.
Mια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια
άλλη να μην αρχίσει ποτέ...

A, ναι, με τούτο το μικρό κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο
τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε βράδυ τις εισπράξεις και
τη μνήμη τους
για να μπορούν να ζουν.
Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θάρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.
...κι απ' όλα πιό χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι
αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ' αφήνει.
Kι όπως αργά, μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα σπίτια μας
τρεκλίζοντας, δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Γυρίζαμε
βαρειοί απ' αλήθειες.
Mα να,
που όπως ύστερ' από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και
μπαίνουμε
στην Iστορία.

Mα πιο πολύ νοιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται
πίσω απ' την κακία.
...είπαμε ψέματα από φόβο
κι ύστερα είπαμε ψέματα, έτσι, απο συνήθεια.
Ή κάποτε είπαμε και την αλήθεια, μα δε μας πίστεψαν.


...σ' αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ' ένα σπίτι πού ‘πιασε φωτιά.
Kι ο άνεργος που γυρίζει αργά, για να χουν όλοι κοιμηθεί
στο σπίτι...
...να λιχνίζει κι ο κίνδυνος την ψυχή μας και να μένει ότι
πιο άγιο και καθαρό.
...νύχτες υψωμένες ως το άπειρο, κι ακόμα ψηλότερα, ως
τον εαυτό μας,
ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό.
Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε
και την ακολουθεί η σιωπή.

...αν η καλοσύνη είναι το χέρι του Θεού πάνω απ' τον κόσμο,
η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους
μέσα μας.

Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος, σ' ανασηκώνει
πάνω απ' τον εαυτό σου...
Kαι τότε καταλαβαίνεις
τους πόνους του απείρου
όταν κοιλοπονούσε τον κόσμο. Kαι τους πόνους της γής
για να γεννήσει ένα στάχυ. Ή τους πόνους ολόκληρης
της αιωνιότητας, για να γεννηθεί κάποτε
ένα τραγούδι.

Kαι μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.
...μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκειά ζωή
την αγάπη μας για σένα!
Mα τα χέρια τους είναι τυφλά,
σακατεμένα απ' το βάρος όλων αυτών
που δεν έδωσαν.

...άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους, κι άλλοι
εξαγνισμένοι απ' τις πελώριες αμαρτίες τους.

...κι ο κάθε πόνος μας είναι μια μυστική, πικρή επιστροφή
στην άγια ταπεινότητα των απλών πραγμάτων...

Δικές μας απαιτήσεις απ' τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα
και τη δική μας υστεροβουλία.

Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν
ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή...

...που να πας τότε; πού θα κρυφτείς! Tι την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;

Γιατί στο βάθος, μας βασανίζει ανελέητα η απόγνωση
να χουμε κάτι ολότελα δικό μας...
...κι ο εγωισμός,
είναι κι αυτός ένας απελπισμένος τρόπος
να υπάρξεις.

Mα όστις απωλέσει την ψυχήν αυτού, με τι θέλει
την αντικαταστήσει;

Ω μάνα, Γη!
H σημαία μας είναι αγέρωχη σαν τα φέρετρα
η σημαία μας είναι αναμάρτητη σαν τις μητέρες
η σημαία μας είναι σκληρή σαν το Θεό.
Nάσαι τόσο πρόσκαιρος,
και να κάνεις όνειρα
τόσο αιώνια!

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2015

Γυναίκες - Τάσος Λειβαδίτης



“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του
παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.

Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…

Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.

Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….

Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…

λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.

Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.

Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”



(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Κέδρος)

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Ιλισσός – Θάνος Κόης/λοστ μπόντις



Ήταν εντελώς στα αρχίδια μου αν αυτό το ποτάμι λεγόταν Ιλισσός
Αυτό που είχε σημασία, ήταν ότι ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να χωθώ
για να ξεφύγω από τους μπάτσους
Μπήκα από την είσοδο στην Καλλιθέα
κι άρχισα να τρέχω μέσα στο στεγασμένο τσιμεντομένο ποτάμι
ώσπου έτρεχα στο απόλυτο σκοτάδι
χωρίς να βλέπω εντελώς τίποτα πίσω μου
τίποτα εντελώς μπροστά μου
Ώσπου βρέθηκα με τα μούτρα μέσα στα βρομόνερα,
τις αποχετεύσεις και τα βιομηχανικά λύματα
Και η γλώσσα μου βούτηξε στα κάτουρα των ποντικιών

Ξαφνικά, το άγχος και η αγωνία μου, έφυγαν
κι αφέθηκα να βυθίζομαι ήρεμα και παράλογα
με το χρώμα του νερού να ξανοίγει γύρω μου
σε ένα μπλε, μωβ, γαλάζιο
που εναλλάσσονταν με μια θύελλα από φως
που δημιουργούσε, όγκο, βάθος
και κουρτίνες από φως σαν τροπική καταιγίδα

Τότε κατάλαβα ότι κινούμαι με μεγάλη άνεση
κουνώντας μόνο το κουτσό μου πόδι

Παρόλα αυτά, γλιστρούσα όμορφα
Βαθιά και μακριά, έβλεπα τα πάντα
Όμως κοντά, ήταν όλα θαμπά, φλουταρισμένα
Προσπάθησα να ενώσω τα χέρια μου σαν γυαλιά για να δω καλύτερα
Σιγά σιγά, άρχισα να ξεχωρίζω τις ραφές από την μπλούζα της
που ταξίδευαν το κορμί της σαν ξερολιθιά
Γύρισε και μου άστραψε ένα χάδι με την ανάποδη του χεριού της
Έτσι γύρισα το βλέμμα μου και κατάλαβα ότι όλοι εκεί, ήταν σε ένα άλλο κόσμο
από αυτόν που ξέρουμε

Εκεί δεν υπήρχε άγχος για τίποτα
Οι άνθρωποι, δεν χωρίζονταν σε φυλές, σε πλούσιους και φτωχούς
Όλοι αισθάνονταν, χαίρονταν
Κανείς δεν κατείχε
Κανείς δεν ήθελε γιατί είχε
Είδα όλα τα σπάνια cd που έψαχνα, μπροστά μου
αλλά δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω ούτε ένα

Ολόγυρα είχε εξαιρετικές ζωγραφιές που άλλαζαν συνέχεια  
Ανάλογα με ποιον τρόπο τις έβλεπες
Όταν πείναγες, έφτανε να κοιτάξεις δεξιά, αριστερά
Είχε τραπέζια με βουνά
από κανελόνια με κιμά σαλτσαρωτά
και σουβλάκια τυλιχτά τριών λογιών
Ένα με πλημυρισμένο, τραγανιστό, πικάντικο γύρο
το άλλο με πανσέτα
και το τρίτο, δεν υπήρχε, ήταν απλώς το τρίτο
Λίγο πιο κάτω υπήρχαν ταψιά με μουσταλευριά
με μπόλικη κανέλα κι ένα δάχτυλο καρύδια από πάνω

Η ηλικία ήταν αυτή ή απλά δεν ήταν
Εκεί δεν υπήρχαν νυστέρια έτοιμα να επιτεθούν στις ρυτίδες
Εκεί δεν υπήρχε καμία απειλή
Όλα ήταν αλήθεια και όλα ήταν ψέμα

Σαν κοίταζες μέσα στα μεγάλα κομμάτια από κεχριμπάρι
Αναγνώριζες αγαπητά πρόσωπα που ήταν έτοιμα να συζητήσουν μαζί σου

Το άλσος
Το νερό
Το νερό
Και η μουσική
που εκεί τη μετέφερε ο ένας στον άλλον
με ένα άγγιγμα κι ένα βλέμμα
Αυτό ήταν και το μόνο που έφερα πίσω μαζί μου
Τη μουσική
Για να με πιστέψετε
Αλλά για να δείτε κι εσείς τη μαγεία και την πληρότητα που ζούσαν εκεί
Και φυσικά για να με πιστέψετε

Θάνος Κόης












Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Τέχνη Εστ… του Γιώργου Μικάλεφ



I.

Τέχνη είναι το τρύπιο στομάχι του Bukowski
Το βρακί της O’Keefe
Η κλεπτομανία του Picasso
Το δέρμα που ανατρίχιασε στο ουρλιαχτό του Ginsberg
και τα αυτιά που τον άκουσαν να κλάνει

Τέχνη σήμερα, δεν είναι οι τουρίστες της Avenue Montaigne
ούτε όλοι οι φετιχιστές της Λουτετία

Στο διάολο οι πρωτεύουσες της τέχνης
Τα πατσουλιά & οι σέλφι στον πύργο Ηλίας
Η σύγχρονη τέχνη γεννιέται στη Συρία
Στα μάτια και στα όνειρα ανταρτών γεννιέται η τέχνη

Τέχνη… ζωή, έρωτας, ελευθερία
Στο διάολο οι τουριστικές αποστειρώσεις
Σκατά στον τάφο της Αμφίπολης
Δυο ίντσες του Αλέξανδρου…

II.

Κλειστές για την επόμενη δεκαετία οι γκαλερί
Άνευροι κριτικοί κινηματογράφου
Οι φιλελεύθερες φυλλάδες
αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν

Ανώδυνη τέχνη σε μια επώδυνη ζωή
Χορευτικά σόου της χούντας
και μπάρμπεκιου λαχανικών
για σαρκοφάγους μυοπόταμους
έτσι για να περνάει η ώρα…

Η αισθητική εθνικιστικής νεολαίας
Παιδικές ζωγραφιές ενός φασίστα
Οι φασίστες δεν έχουν ψυχή
Η Τέχνη δεν υφίσταται χωρίς…

Γεννιέται σάπια, στο λευκό ταβάνι του νοσοκομείου
στα μάτια ενός σπασμένου αγοριού που τον κοιτάζει
για μέρες χωρίς να μπορεί να περπατήσει
Στο μουστάκι του παιδιού στο διπλανό κρεβάτι
Στο σχεδόν ακρωτηριασμένο του πόδι
Στο άγνωστο του διαδρόμου
και στο κλάμα  της προϊσταμένης…

Το παιδί αρνείται να μεγαλώσει
Τα κόκκαλα αρνούνται να σταματήσουν να πονάνε
Το ακρωτηριασμένο χέρι του Άγιου Σπυρίδωνα

III.

Τα καρφιά στα χέρια του εσταυρωμένου
στην πολυκατοικία απέναντι
Ο ποιητής, μετανιωμένος
Δεν υπολόγισε σωστά το χρόνο
Προσπαθεί  μονάχος, να σταματήσει την αιμορραγία
Το σχοινί δεν άντεξε το βάρος της χοντρής

IV.

Ο πρωθυπουργός μόνος στην εξοχική του κατοικία
βλέπει φιλαράκια και τραβάει μαλακία
Μια αργόσυρτη κλανιά ακούγεται & ένα χαμόγελο περηφάνιας σκάει
Η βροντερή πρωθυπουργική κλανιά
κόστισε τη ζωή ενός αποστειρωμένου γάτου και δύο κουναβιών
Νερωνισμός στην τέχνη

Μια αγχωμένη μαλακία στη σκοπιά
Ο απεγκλωβισμός του νεκρού νεοσύλλεκτου
από τον καταχεσμένο καμπινέ…
της ενηλικίωσης & της ανδρείας

V.

Τέχνη είναι ο κώλος της Belladonna, της Grey & της Rain
Και όχι ενός Γερμανού εκκεντρικού φωτογράφου
σε μια γκαλερί μοντέρνας τέχνης στην ψωλοκώσταινα.

Οι νεκροί ζωντανεύουν
Ο Βαν Γκογκ ξερνάει τα λάδια του
στην όψη της ομώνυμης φίρμας
Το στομάχι του, άδειο σαν τις τσέπες του
και δοξασμένο σαν την αγάπη του αδερφού του

VI.

(έθνο)κάθαρση σε υπόθετο…




Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Οι γενναίοι - Μίλτος Σαχτούρης


στη Γιάννα

Είναι γενναίοι, όμως κλαίνε
πιστεύουνε σαν τα μικρά παιδιά

φορούν κουρέλια
ακριβά κοστούμια

ζούνε μέσα σε κήπους ή επαύλεις
ή μέσα σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό

άλλοι μέσα σε δρόμους τρόμους τριγυρίζουν
άλλοι σε σύρματα πάνω κρεμασμένοι ανεμίζουν

άλλοι κλεισμένοι μες στις φυλακές

όλοι πασκίζουνε ιδρώνουν
χάνουνε, πετυχαίνουν ή
νομίζουν ότι χάνουνε ή
νομίζουν ότι πετυχαίνουν

πάντοτε ο δαίμονας τούς παραστέκει
σηκώνει την κάννη, το τουφέκι του

στο κέντρο της καρδιάς
τους σημαδεύει.


Από την ποιητική συλλογή "Εκτοπλάσματα" 1986

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Η Παρουσία - Μίλτος Σαχτούρης

στον Χρήστο Μπράβο
το ποίημα
κάθεσαι και το ξενυχτάς
σαν τον νεκρό
Στις δώδεκα και μισή
τη νύχτα
την ίδια ώρα και συγχρόνως
φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και στο παράθυρό μου
ο Ντύλαν Τόμας μ' ένα αναμμένο κόκκινο κερί στο στόμα

νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως τό έχω ξαναπεί

— Έλα αδερφέ, μου λέει, μαζί μου
σάπισες εδώ πέρα
έλα στα βορινά φαράγγια της πατρίδας μου
εδώ ζεις σ' ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν
εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες
κι η πάπια δε γεννάει πια πάγο
γεννάει κόκκινο αυγό

Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής
όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου
αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του
μισός από τη μέση κι απάνω στο φως, έξω από το χορτάρι
μισός από τη μέση και κάτω στο σκοτάδι
κάτω από το φως.
15 Αυγούστου '81
της Παναγίας


Από την ποιητική συλλογή "Εκτοπλάσματα" 1986