Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται - Χρόνης Μίσσιος




«Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, μέσα στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες, σαν ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας»





"Ρε συ, νομίζω πως μια από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο επαναστάτης, είναι πώς μέσα στη διαδρομή του δεν θα χάσει την ανθρώπινη ουσία του, πώς θα διαφυλάξει την εσωτερική του πορεία, στην ολοκλήρωσή του ως ανθρώπου, στο πώς δηλαδή αυτός ο μοναχικός δρόμος δεν θα μπει μέσα του, δεν θα τον κατακτήσει, δεν θα τον μετατρέψει από στοχαστικό σε πιστό, από ευαίσθητο ρομαντικό σε γραφειοκράτη, από ανθρωπιστή σε εχθρό του ανθρώπου και της κοινωνίας, από επαναστάτη σε πολιτικό…

Θαρρώ πως μονάχα μια βαθιά και μεγάλη αγάπη για τη ζωή μπορεί να σώσει την ανθρώπινη ουσία σου, γιατί όπως η επανάσταση δεν είναι μια πολιτική πράξη αλλά μια βαθιά κοινωνική παιδεία, μια πολύχρωμη ερωτική επικοινωνία με τους ανθρώπους, τη φύση και τα πράγματα, έτσι κι ο επαναστάτης δεν μπορεί να είναι ένας πολιτικός άνθρωπος, αλλά ένας άνθρωπος ερωτευμένος…"

-Χρόνης Μίσσιος, "Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;"

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

Όλοι μαζί σε μιαν επίθεση! - Ν.Καζαντζάκης







"Νάμαστε απροσάρμοστοι, να η μεγάλη αρετή μας. Να μη βολευόμαστε, νάμαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να θέμε το
αδύνατο -σαν τους ερωτευμένους. Να ξέρουμε πως ότι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία κι ότι λένε ηθική είναι η βολική,ταπεινή συνεννόηση των άναντρων......
Και να μην το ανεχόμαστε.
Ποιοί θα νικήσουν;Οι πιο σοφοί;Οι πιο πολλοί;Οι πιο ξυπνοί;Οι πιο σήμερα δυνατοί;Θα νικήσουν όσοι πιστεύουν.
Αχ, πότε θα συνεργαστούμε, όλοι μαζί, σε μιαν επίθεση!"

 Ν.Καζαντζάκης                     

πηγή: http://ostria-gr.blogspot.gr/2012/11/blog-post_5513.html

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Τσαρλς Μπουκόβσκι: Μανιφέστο: μια ανακοίνωση σχετικά με τους κριτικούς μας




Η πυροδότηση της κριτικής από την καταγραφή των νόσων της ποιητικής τέχνης έως τις επικριτικές ρήσεις από ορισμένες πανεπιστημιακές ομάδες που συντάσσουν τους κανόνες της ποίησης, και γεννοβολούν, με περίσσιο ύφος και χάρη, τις μαριονέτες που ελέγχουν – όλα αυτά, μαζί με τους υποστηρικτές τους και το σινάφι τους, συνιστούν την πλέον θανάσιμη και ψωροπερήφανη ποιητική έδρα. Δημιουργούν, καταγράφουν, και επιχειρηματολογούν γύρω από την ιστορία των ιδίων, γοητευμένοι από την γενναιοδωρία των αυλικών τους.

Αυτό που οι πανεπιστημιακοί κριτικοί έχασαν απομονώνοντας τους εαυτούς τους μέσα στην ακαδημία το κέρδισαν με το παραπάνω σε στόχευση και κύρος. Σε όσους απόμειναν από μας, τους βρόμικους, τους αργόσχολους μέσα στα μπιλιαρδάδικα και τα σοκάκια, μοιάζει λες και δεν απομένει παρά μια ματαιωμένη και παράφωνη φλυαρία. Προκειμένου να δημιουργηθεί μία δυναμική, πιθανόν ένα μανιφέστο, μια κίνηση… η κυοφορία μιας ιδέας… να είναι απαραίτητα. Είναι δύσκολο για έναν ποιητή να σταθεί ολομόναχος ενάντια στην πανεπιστημιακή κλίκα. Πιθανόν να πρέπει εμείς οι ίδιοι να εφεύρουμε τη δική μας ιστορία και να επιλέξουμε τους δικούς μας θεούς, αν είναι να ακουστεί η δική μας συνεισφορά στην αμερικανική λογοτεχνία, σε κάποιο απώτερο μέλλον. 

Οι λογοτέχνες μας οφείλουν να γνωστοποιήσουν την ύπαρξή τους στην πανεπιστημιακή κοινότητα που εξορκίζει τα πάντα και γράφει προς ιδία κατανάλωση – και ας είμαστε δίκαιοι επ’ αυτού: πολλά απ’ αυτά που εκδίδονται δεν ανήκουν μονάχα στη βρομιά αλλά δεν τα διαβάζει σχεδόν κανένας (κι αυτό δυστυχώς ισχύει τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους λογοτέχνες). Αυτό που μας σώζει είναι η τρομερή μας ανοιχτοσύνη και η πολυφωνία μας. Όμως, αυτή μας η υπεροχή θα πρέπει να είναι εξίσου καλοσχηματισμένη όσο και άμορφη, και να συνοδεύεται από το δικό της δίκτυο κριτικής ενημέρωσης και να εκφράζει επί το πλείστον τις τάσεις, και την πολιτιστική παρεμβολή των λογοτεχνών μας. Κι αυτό όχι ως προϋπόθεση επικύρωσης ή αισθητικού περιορισμού αλλά ως η μετουσίωση ποικίλλων φωνών σε μία πολύ πιο ξεκάθαρη φόρμα. Ο άνεμος ανανέωσης μιας καινούργιας κουλτούρας, ο μαγνητισμός και το νόημα και η ελπίδα, η ακρίβεια των ενεργειών μας – όλα αυτά δεν έχουν ακόμα, υπό οποιαδήποτε έννοια, υλοποιηθεί και δεν έχουν πραγματωθεί. Και έως ότου υλοποιηθούν και πραγματωθούν… πέντε-έξι τύποι, μίζεροι καρεκλοκέντραυροι των πανεπιστημίων, θα παριστάνουν τους ιεροφάντες του ποιητικού μας σύμπαντος.


Τσαρλς Μπουκόβσκι: Μανιφέστο: μια ανακοίνωση σχετικά με τους κριτικούς μας
[Περιοδικό Nomad, τεύχος 5/6, 1960]
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς (από το υπό έκδοση έργο, “Τσαρλς Μπουκόβσκι: Κείμενα από σημειωματάρια και αρχεία 1946-1992, β’ τόμος” / Εκδόσεις Ηριδανός]

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

Jack Kerouac

-Τζακ Κέρουακ-


''Aς πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών.
Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη…
Μπορεί να τους επαινέσεις, να διαφωνήσεις, να τους τσιτάρεις, να δυσπιστήσεις, να τους δοξάσεις ή να τους κακολογήσεις. Αλλά δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Γιατί αλλάζουν πράγματα. Βρίσκουν, φαντάζονται, βοηθάνε, ερευνούν, φτιάχνουν, εμπνέουν. Σπρώχνουν μπροστά τα πάντα. Ίσως, πρέπει να είναι τρελλοί. Πώς αλλιώς θα κοιτάξουν ένα άδειο καμβά και θα δουν έργο τέχνης; Ή θα καθίσουν στη σιωπή και θ’ ακούσουν τραγούδι που δεν έχει γραφτεί; Εκεί που κάποιοι βλέπουν τρελούς, εμείς βλέπουμε μεγαλοφυΐες. Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ο,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν.''




Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

Νικόλας Άσιμος - Μόρο


1. Σε τιμούνε όλοι Μόρο
Και σου απονέμουν φόρο
Φόρο για το θάνατό σου
Κουβαλάν το φέρετρό σου
Μόρο!!!
Πρόεδρέ μας Μόρο!!!
Εδοξάστης Μόρο!!!

Για ελευθερία μίλησαν
Τα κρατικά θηρία
Τους επαναστάτες έκραξαν
Προβοκάτορες!!!
Προβοκάτορες!!!
Ύποπτα
Σκοτεινά
Στοιχεία.

Κι η Δημοκρατία πάει
Κι ο Μπερλίνγκουερ στενάζει
Συνταγές στους Πολιντζμάνους
Πως να σώσουνε την τάξη.
Μπρέζνιεφ και Κάρτερ σκύβουν
Στοργικά πάνω στις μάζες
Καταδώστε μας!!!
Καταδώστε μας!!!
Περίφρουρού
Φρούραγε ρε
Το μπέε.

Πως μ' αρέσουν τα κοπάδια
Που τα τρώνε τα χορτάρια
Να μας έχουν στα κλουβιά
Τι καλά, τι καλά
Κι ο Τουρνάς να τραγουδά
Τι χαρά, τι χαρά
Τη γουστάρω τη σκλαβιά.

Το φαγητό μου να 'χω 'γω
Κι έναν καλύτερο μισθό.
Αυτά μου λέει το κόμμα μου
Που συγκρατεί το πώμα μου.

2. Σε θρηνούνε όλοι Μόρο
Όπως κλαίνε κάθε μέρα
Που χιλιάδες σαν και μένα
Τους σαπίζουν στα μπουντρούμια
Τους ψοφάν από την πείνα
Τους στερούνε τον αέρα
Στα εργοστάσια, στις πόλεις
Στα χωριά και στους στρατώνες
Μόρο!!!
Πρόεδρέ μας Μόρο!!!
Εδοξάστης Μόρο!!!

Χίλιους τόσους νόμους ψήφισαν
Για την τρομοκρατία
Ούρλικε και Μπάντερ στα κελιά
Αυτοκτόνησαν!!!
Τους Δολοφόνησαν!!!
Κι εσύ γελάς
Κι εσύ γελάς
Γελοία.

Κι είναι όλα όπως πάντα
Πατριωτική η μπάντα
Δικαστές και εκκλησία
Όλοι ενάντια στη βία.
Απ' τις μπόμπες σας ρε χτήνη
Τίποτα δεν έχει μείνει
Καταδώστε μας!!!
Καταδώστε μας!!!
Του είναι μας
Φοβόσαστε
Την ΕΚΡΗΞΗ.

Διάλογος:
Το σκέφτηκες ποτέ τι θα γινόταν
Αν ο καθένας καταπιεσμένος
Για τον εαυτό του και μόνο γι' αυτόν
Καθάριζε τ' αφεντικό του;
Θα καθάριζε ο αέρας
Δεν θα υπήρχαν Μόροι και Μπερλιγκουέδες

Μα έτσι θα ήταν Χάος!!!
Ποιος θα μας κυβερνούσε!!!

Κανείς.


Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Μαρία Πολυδούρη - Ἀνεπίδοτη ἐπιστολὴ



«Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου
στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν
ἔγραψε σὲ μένα...»

Ἔμιλι Ντίκινσον

Ἀγαπητοὶ φίλοι!
Ἴσως τὸ γράμμα αὐτὸ νὰ μὴν διαβαστεῖ ποτέ, ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ στ᾿ ἀλήθεια δὲ μὲ νοιάζει. Ἴσως μέχρι νὰ φτάσει στὰ χέρια σας νἄχω πειὰ ὁλότελα ξεχαστῆ ἀπ᾿ ὅλους. Ἀλλά, οὔτε δὰ κι᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο μὲ νοιάζει. Ἐξάλλου, δὲν ἔχω καὶ πολλὰ νὰ σᾶς πῶ, θέλω μόνο νὰ σᾶς θυμίσω ὅτι κάποτε ὑπῆρξα. Κάποτε ὑπῆρξα κι᾿ ἤμουν καὶ ζωὴ καὶ θάνατος μαζί. Καὶ ζωὴ καὶ Χάρος ἤμουν!

Ἔζησα, τὁμολογῶ, μιὰ ζωὴ δηλητηριασμένη, γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ ἀποφάσισα νὰ τὴν ἐγκαταλείψω. Ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἤτανε ζωή, γιὰ μένα θάνατος ἦταν. Γεννιόμουνα καὶ πέθαινα κάθε μέρα, ὥρα καὶ στιγμή. Ζοῦσα μὲ τὸ θάνατο, ζοῦσα γιὰ νὰ πεθάνω, μὰ τουλάχιστον δὲ ζοῦσα νεκρὴ ὅπως οἱ γύρω μου, τὰ μικρὰ ἀστεῖα ἀνθρωπάκια ποὺ λέγαν πὼς μ᾿ ἀγάπησαν, κι᾿ ἂς μὴν μπόρεσαν ποτέ, κι᾿ ἂς μὴν τόλμησαν ποτὲ νὰ διαβάσουν τὴν ψυχὴ ποὔκρυβε περίσσιο φῶς καὶ σκοτάδι μέσα της. Κατὰ βάθος μὲ φοβόντουσαν καὶ δὲν ἀργοῦσαν νὰ τραποῦν εἰς ἄτακτον φυγήν. Δὲν ἄντεχαν νὰ μὲ κοιτοῦν κατάμματα, μὴν τύχει καὶ τοὺς κλέψω τὴν ψυχή τους.

Ἀγαπήθηκα, ἀγαπήθηκα πολύ, μὰ μπορεῖ ποτὲ κανεὶς νὰ φαντασθῆ ὅτι λυπόμουνα βαθειὰ ὅταν καταλάβαινα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσαν; Ἐγώ, ἴσως νὰ μὴν ἀγάπησα ἀρκετά, ὄχι ὅσο ἔπρεπε. Τὸν ἰδανικό μου ἔρωτα θαρρῶ τὸν ἔζησα στὴ φαντασία μου. Ἡ ψυχή μου καὶ ἡ ἀγάπη γεννήθηκαν τὴν ἴδια μέρα. Αὐτὸ τὸ ἔνιωθα μέσα μου, κι᾿ ὅμως δὲν πίστευα ὅτι θὰ ὑπῆρχε μέρα ποὺ θὰ μοῦ ἀποδείκνυε ὅτι ἀγαποῦσα ἀληθινά. Δὲν εἶνε στ᾿ ἀλήθεια τραγικό, μιὰ μεγάλη εἰρωνεία, νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν ἀγάπη ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὴν γνωρίζουν καὶ νὰ σιωποῦν ἐντελῶς κεῖνοι ποῦ νοιώθουν τὴν ψυχή τους νὰ πνίγεται στὸ πόνο της;

Πολλοὶ λέγαν ὅτι ζοῦσα μεσ᾿ στὸ κεφάλι μου. Κάτι ἔπρεπε νὰ ποῦν κι᾿ αὐτοί... Πῶς ἄλλως θὰ μὲ κατέτασσαν σὲ συγκεκριμένη κατηγορία ἀνθρώπων; Ἄνθρωποι, ἀνθρωπάκια! Ἡ ζωὴ ἕνα τεράστιο ψέμα ποὺ ἄλλοι τὸ ἀγαπᾶνε κι᾿ ἄλλοι - οἱ λίγοι - προσπαθοῦν νὰ τὸ κάνουν ἀληθινὴ ζωή. Ἐσεῖς, ἀγαπητοὶ ἄγνωστοί μου φίλοι, πῶς ζεῖτε; Ζεῖτε; Μιὰ φάρσα, αὐτὸ ἦταν ἡ δικιά μου ζωή. Κανεὶς δὲν τὴν κατάλαβε. Γεννήθηκα χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἔζησα στὸ περίπου, καὶ σκηνοθέτησα τὸ θάνατό μου. Κι᾿ ὅμως ἀγαποῦσα τὴ ζωή, ἀλλὰ πάντα αὐτὴ μοὔπαιρνε ὅ,τι ἄλλο ἀγαποῦσα. Μοῦ ἔλειπε πάντα μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ πονῆ γιὰ μένα. Κι ἦταν δύσκολο, δύσκολο πολὺ νὰ ζῶ μονάχη μου μέσ᾿ σἕνα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στὰ μικρά της ζωῆς καὶ στὸ τίποτα. Ἤμουνα σὰν παράσιτο, σὰν μαῦρο ξωτικὸ ποὺ ἔχασε τὸ δρόμο κι᾿ ἀντὶ νὰ ταξιδέψει στὸν ὀνειροκόσμο του, ξέπεσε σὲ τούτη δῶ τὴ γῆ. Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος μὲ ρώτησε κρυφὰ ἂν εἶμαι χήρα σὰν φοροῦσα μαῦρα βαρειά. Ἐγέλασα. Ἀλήθεια ἦταν! ἂν μάντεψε τὴν ψυχή μου, καλὰ τὴν ὠνόμασε χήρα...

Εἶνε ποὺ θὰ παρακαλοῦσαν νὰ εἶχαν ζήσει στὴν ἐποχή μου. Ἐγώ, θἄθελα νὰ ζήσω σὲ κάποιαν ἄλλην ἐποχή. Ἔζησα ἀνάμεσα σὲ μιὰ γενειὰ ἡττημένη. Κάποιοι ἀπό μας κάναν τὸν πόνο στίχο, τὴν ὀργὴ τραγούδι, ἀλλὰ κανεὶς δὲν τόλμησε... - οὔτ᾿ ἀπὸ μᾶς οὔτ᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους - δὲν τόλμησε  νὰ ξεφύγει ἀπ᾿ τὸ χαραγμένο μονοπάτι, δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια σκεφτότανε, δὲν τόλμησε νὰ κάνει ὅ,τι στ᾿ ἀλήθεια ἤθελε νὰ κάνει. Οἱ περισσότεροι ἦταν - εἴμασταν - δειλοὶ ποὺ ᾿ψαχναν ἁπλὰ ναύρουν τὴν αὐτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποὶ κι᾿ ἀνάπηροι. Ὀλίγοι γέροι μὲ κακόβουλο ὕφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι καὶ ὑπερφίαλοι... Ἀπόκληροί της ἀντίληψης... Κι᾿ ὅμως ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Κ., ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὲ καταλάβει, ἀλλὰ οὔτε καὶ κεῖνος τόλμησε... Μοὖπε μάλιστα, πὼς μὲ λυπόταν γιατί τὸν ἀγαποῦσα... ὅτι ἤμουνα γι᾿ αὐτὸν μιὰ παρηγοριά. Τὄχε ἡ ἐποχή, κανεὶς δὲν ἦταν ὁ ἐαυτός του! Γι᾿ αὐτὸ θαρρῶ καὶ ἔζησα τόσο μόνη, κι᾿ ἂς εἶχα πάντοτε κάποιους νὰ μὲ συντροφεύουν, ἀδέλφια μου σένα πόνο ποὺ δὲ θὰ μποροῦσαν ποτὲ νὰ συλλάβουν. Ἔκαναν τὰ πάντα γιὰ μέ, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τους ἦταν μιὰ θυσία ποὺ ποτὲ δὲν δέχτηκα μὲ εὐμένεια κι᾿ οἱ ἀνησυχίες τους χειροπέδες γιὰ μένα. “Πόσο εἶνε ἀστεία ἡ ζωὴ μὰ καὶ πόσο ἀστειότεροι εἴμαστε μεῖς ποὺ τὴν ἀνεχόμαστε τέτοια”, ἔγραψα, θυμᾶμαι, κάποτε στὸ ἡμερολόγιό μου...

Μά, ἀπὸ τότε ἔχουν πειὰ περάσει χρόνια. Πόσα, δὲν ξεύρω, ἀφοῦ ὁ χρόνος δὲν ἔχει πειὰ γιὰ μὲ καμμία σημασία. Τώρα, εἶμαι κάπου ἀλλοῦ καὶ ζῶ - ἂν τούτη δῶ ἡ κατάσταση θεωρεῖται ζωὴ - μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις μου. Ξεφυλλίζω τὰ τετράδια τοῦ μυαλοῦ καὶ κυττάζω πίσω. Ὅλα ζητάω τὰ χαμένα, τὶς μικρὲς στιγμές, τὸν ἀγαπημένο... Γυρνῶ τὸ βλέμμα καὶ τὸν κυττάζω πάντα τὸ δρόμο ποὺ ἀφήσαμε. Εἶνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες καὶ φρίκη... εἶνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος... κι᾿ ὅμως - θεὲ συγχώρεσέ με - θὰ τὸν ἔπερνα μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη δάκρυα καὶ μεταμέλεια... Μὲ τὴν καρδιὰ δεμένη μὲ τὰ σίδερα τῆς ἁμαρτίας θὰ ξεκινοῦσα νὰ σ᾿ εὕρω μοναδικὴ κι᾿ ἀξέχαστή μου ἀγάπη... Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο, μόνο νὰ φτάσω, νὰ σταθῶ κοντά σου τόσο ποὺ φτάνει γιὰ νὰ ἰδῶ... νὰ ἰδῶ τὸ πρῶτο βλέμμα σου ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ᾿ριχνες σὰν ἔφτανα... τὶς μικροῦλες ὅλες ἐκεῖνες ρυτίδες στὸ πρόσωπό σου... νὰ ἰδῶ τὰ χέρια σου ν᾿ ἁπλώνονται σὲ μένανε νὰ μὲ ἀγκαλιάσουν... νὰ ἰδῶ... νὰ νοιώσω τὸ φίλημά σου... Εἶνε τόσο μεγάλος ὁ καϋμὸς καὶ εἴμεθα τόσο μικροὶ ἕνας-ἕνας ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἀποτελοῦμεν...

Τὰ λόγια αὐτὰ ἴσως νἀκούγονται σὰν παραλήρημα ἑνὸς ἑτοιμοθανάτου, μά, ἀλοί, δὲν μπορῶ νὰ πεθάνω ἀφοῦ εἶμαι ἀπὸ χρόνια πειὰ νεκρή. Ὅσο ζοῦσα, ὅσο ἔζησα, ἤμουνα παιδί. Ἤμουνα ἕνα παιδὶ ἄμυαλο, μπορῶ νὰ τὸ παραδέχωμαι ἀλλὰ καὶ ποιὸ παιδὶ δὲν εἶνε ἄμυαλο; Ἕνα παιδὶ εἶμαι ἀκόμη... Ἕνα παιδὶ ποὺ γράφει σὲ σᾶς, τοὺς ἄγνωστούς του φίλους, γιὰ νὰ τοὺς πεῖ: νὰ μείνετε πάντα παιδιά, κι᾿ ἂν εἶνε δυνατὸν ἄμυαλα παιδιά. Νὰ ζήσετε τὴ ζωή σας μὲ τρέλλα, νὰ ζήσετε παράλογα, νὰ σκοτώσετε τὴ λογικὴ ποὖνε ὁ φονιὰς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ζωῆς, νὰ τολμήσετε νὰ κάνετε τὰ δύσκολα, τὰ μεγάλα, τὰ σημαντικά, ν᾿ ἀκολουθήσετε τὰ δύσβατα μονοπάτια, ν᾿ ἀφήσετε νὰ θρονιαστεῖ στὴν καρδιά σας γιὰ πάντα ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη, ν᾿ ἀγαπήσετε μὲ πάθος καὶ νὰ καεῖτε ἀπ᾿ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης σας, νὰ κάνετε τὸν πόνο, τὴ χαρά, τὴν κάθε σας στιγμὴ τραγούδι, κι᾿ ὅταν ἔρθ᾿ ἡ ὥρα ἡ στερνὴ νὰ πεθάνετε ὄχι ἀπὸ πλῆξι, ἀλλὰ ἀπὸ εἰλικρίνεια ὅπως ὁ φίλος τζίτζικας, ποὺ τόσο ὡραία τὰ ἔλεγε μὰ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια...
Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲν ἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...

Αὐτὸ εἶναι τὸ γράμμα μου στὸν κόσμο ποὺ ποτὲ δὲν ἔγραψε σὲ μένα, ὅπως λέει κι᾿ ἡ καλή μου φίλη.
Μὲ ἀγάπη
Μαρίκα Πολυδούρη


Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Μάνος Χατζιδάκις για το φασισμό και το νεοναζισμό


Επίκαιρο και διαχρονικό -δυστυχώς- το κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι. Αφορά προφανώς τον νεοναζισμό και τον φασισμό, γράφτηκε τον Φλεβάρη του 1993 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία".



"Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος."

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Καθιστές κοιλιές / Luis Cernuda (Λουίς Θερνούδα)




Ευχαριστημένοι
Όπως εκείνοι που ξέρουν
Όπως εκείνοι που κρατάν στη χούφτα τους την αλήθεια
Καλά πιασμένη για να μη ξεφύγει
Και με περηφάνια
Σαν φύλακες των ίδιων σας των εαυτών
Εξουσιάζετε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Εσείς καθιστές κοιλιές.

*

Δεν υπάρχει αέριο
Δεν υπάρχει μολύβι
Που να φουσκώνει τόσο που τόση σαβούρα να βγάζει
Σαν τη δική σας δηλητηριώδη σιγουριά
Αυτή η σιγουριά τού να νιώθετε το πανωφόρι σας
Καλοπροστατευμένο από τον πισινό σας.

*

Κοιτάτε από εδώ κι από εκεί
Χαμογελάτε ξύνοντας πονηρά το βρωμερό στόμα σας
Κι από εκεί αποφαίνεστε όπως το αρχαίο μαντείο
Φουσκωμένες ηλιθιότητες
Αποφθέγματα που στραγγίζουν ανάμεσα στις σχισμές σαν ποντίκια.

*

Φτερωτό το ρωμαλέο πόδι
Το νεανικό και ρωμαλέο πόδι
Που θα γκρεμίσει σύντομα
Αυτό το φουσκωμένο με λάσπη, κακία και αδικία πανωφόρι
Παρασέρνοντας μαζί του και τον πισινό και την κοιλιά σας
Το θλιβερό σας πρόσωπο που μολύνει τον αέρα
Τον καθαρό και δίκαιο αέρα
Όπου σήμερα ξεσηκωνόμαστε
Ενάντια σε όλους σας
Ενάντια στην ηθική σας ενάντια στους νόμους σας
Ενάντια στην κοινωνία σας ενάντια στο θεό σας
Ενάντια σε σας τους ίδιους καθιστές κοιλιές
Με ένα στέρεο στάχυ
Γι’ αυτόν που σπρώχνει τη δύναμη του από τη γη
Για να ανοίξει ο ήλιος
Για να δώσει τον καρπό του
Καρπό του μίσους και της χαράς
Φρούτο του αγώνα και της γαλήνης.

*

Η αλήθεια βρίσκεται σε αμάχη και σε αυτή σας περιμένουμε
Καθιστές κοιλιές
Τεντωμένες κοιλιές
Νεκρές κοιλιές.



*Λουίς Θερνούδα (Σεβίλη 1902-Πόλη του Μεξικού 1963)
**Δημοσιευμένο στο περιοδικό Octubre τον Απρίλη του 1934.
**Αναδημοσίευση από το http://eranistis.net/wordpress/

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Νίκος Καββαδίας. Μια "συνέντευξη"




Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων, σε όλη του τη ζωή αρνιόταν να δώσει συνεντεύξεις. Μια φορά μόνο έδωσε συνέντευξη στο Φρέντυ Γερμανό. Εάν ζούσε και τον παίρναμε τηλέφωνο για να μας δώσει μια συνέντευξη, τι θα απαντούσε;
"Ό,τι έχω να πω είναι στα γραφτά μου".

"Ο "ιδανικός κι ανάξιος εραστής", σήμερα, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του, απαντάει στις ερωτήσεις που δεν του θέσαμε ποτέ. Με φόντο τις αναμνήσεις της αδερφής του και μια μαρτυρία του Γιώργου Ιωάννου".

- Πιστεύετε σε κάποιο Θεό;

- Ναι, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη και στη μπέσα. 


- Τι σκεφτόσασταν τότε, στο αλβανικό μέτωπο, πλάι στο θάνατο, μέσα στη λάσπη;

- Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό. Στη στεριά είναι κάτι που `χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό μέσα στη λάσπη. 

- Τι φοβηθήκατε περισσότερο στη ζωή σας;

- Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό.


Σε ηλικία 19 χρονών μπάρκαρε με φορτηγό. Από τότε, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για 46 ολόκληρα χρόνια.

- Περιγράψτε την καμπίνα σας, πώς ήταν;

- Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ` ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες. 

- Αγαπούσατε πολύ τη ζωγραφική. Πηγαίνατε στα μουσεία;

- Είκοσι χρόνια έφαγα για να βρω το μυστικό του Cezzane. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό. Στο Aix, στο Vallon des Lauriers, στο Estaque. Μην γελάσεις. Αν τολμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι με τούτη την πένσα. 

- Ναυτικός, ποιητής, λάτρης της ζωγραφικής και του βιβλίου. Ξέρατε απέξω όλη την ιταλική όπερα και την τραγουδούσατε, αν και φάλτσος. Πως εξηγείτε αυτό που λέμε «δημιουργία»;

- Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πως δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ. 

- Γιατί;

- Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει -με τον τρόπο του- και να τ` αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις;

Στο ένα του μπράτσο τατουάζ μια γοργόνα, στο άλλο ένα φανάρι-Hotel. Από `κείνα τα φανάρια που ξαγρυπνάνε στα λιμάνια με κόκκινο φως.

- Γράψατε για τις γυναίκες των λιμανιών, αλλά και για κάτι κορίτσια αγνά απρόσιτα, σαν εκείνο στο «Μαραμπού», που "άνθος έμοιαζε αλπικό" σαν την ορφανή Μυτιληνιά στη "Βάρδια". Κορίτσια που βρέθηκαν στο τέλος πόρνες στα λιμάνια. Μου φαίνεται ότι θέλετε να εξιλεώσετε τις πόρνες.

-Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού `ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη. 

- Αλήθεια, τι σημαίνει για σας «γυναίκα»;

- Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα… και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες. 


- Πως ήταν η ζωή στα ταξίδια;

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ` ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να γυρίζει
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;" 

- Είπανε ότι ωραιοποιήσατε τη ζωή του ναυτικού.

- Άκου, λοιπόν κυρά μου... Την άλλη μέρα πας στο Σωματείο και μπαίνεις τελευταίος κάτου από διακόσιους που περιμένουνε μπάρκο. Δουλεμένος σου λέει ο άλλος. Σκατά. Σου `μειναν τρεις κι εξήντα. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. Γίνεται την άλλη μέρα. Μόλις αλαργέψει ένα μίλι από τη θάλασσα. Κάθεσαι μήνες στο παγκάκι κανενός κήπου και λυώνεις το βρακί σου. Κόβεις το τσιγάρο μισό. Τον καφέ ολάκαιρο. Σου μένει το κομπολόι. Σπάει κι αυτό και χάνεις τις μισές χάντρες. Καλύτερα σε ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Να μη σε βλέπουν οι γνωστοί και κουνάνε το κεφάλι. Να μη σε βαρεθούν οι δικοί σου. 'Ερχεται η μέρα να φύγεις. Έχεις αποκάμει ν` ανεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί και τότε αρχινάει το μαρτύριο. Σπίτι του Ναύτη, Αποδημία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιμεναρχείο... Θα με βρούνε σε τάξη; Νετάρεις. Παίρνεις την μπροστάντζα και πληρώνεις τα χρέη. Ανεβαίνεις την ανεμόσκαλα κι είσαι ψοφίμι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Και ζεις πάντα με την αγωνία πως θα σε βγάλουνε. Λόξα, θα μου πεις. Μπορεί.

- Πολλοί ναυτικοί διαλέγουνε αυτή τη δουλειά γιατί πληρώνονται καλά. Εσείς, τι σχέση είχατε με το χρήμα;

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει,
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει. 

- Γιατί τότε επιμένατε να ταξιδεύετε μέχρι το τέλος;

- Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το `καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια... Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ` ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα. 

- Τι σας πρόσφερε τελικά η θάλασσα;

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Ήτανε μια φορά που είχε ξεμπαρκάρει για λίγο. Σπίτι του ήταν το σπίτι της μοναδικής αδερφής του, στην Αθήνα. Η μοναχοκόρη της κρεμότανε πάνω του. Ν` αρχίσει τις ιστορίες, τ` αστεία. Ποτέ δεν τον θυμούνται θυμωμένο, εκτός από `κείνη τη φορά. " - Θείε, εγώ θαυμάζω τους ανθρώπους με ταλέντο". "-Ταλέντο, για να ξέρεις, είναι να είσαι άνθρωπος. Αυτό λέω εγώ ταλέντο". ήταν η μοναδική φορά που τον είχε δει θυμωμένο. Επειδή είχε χωρίσει στο παιδικό μυαλό της τα ανθρώπινα πλάσματα σε σπουδαία και λιγότερο σπουδαία, σε ταλαντούχα και μη...

- Πώς είναι η ζωή στα λιμάνια;
...τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

- Στους δικούς σας δε γράφατε ποτέ για τις τρικυμίες και τους κινδύνους. Τι σκεφτόσασταν όταν το καράβι κινδύνευε;

Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;

- Αλήθεια, φοβηθήκατε το θάνατο στη θάλασσα;

- Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να `ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί... Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το `χω διαβάσει στα μάτια τους. Άν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες... Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε που και που μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.

- Και για το χωρισμό, τι λέτε;

- Το χωρισμό τον προσωρινό ή τον αιώνιο;
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.


Σημείωση: Τα αποσπάσματα "απαντήσεις" του Ν. Καββαδία είναι από τα έργα του "Mαραμπού (1933), Πούσι (1947), Bάρδια (1954), Tραβέρσο (1975), Tου πολέμου- Στο άλογό μου (1987) και Λι (1988).

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ray Carver Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη (μια βραδιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι)




Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
(μια βραδιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι)

Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη είπε ο Μπουκόφσκι
κοιτάξτε με είμαι 51 χρονών
κι είμαι ερωτευμένος με τούτην εδώ την πιτσιρίκα
την έχω πατήσει άσχημα αλλά κι αυτή δεν πάει πίσω
οπότε είναι εντάξει φίλε έτσι πρέπει να γίνεται
Μπαίνω στο αίμα τους και δεν μπορούν να με βγάλουν από κει
Δοκιμάζουν τα πάντα για να γλιτώσουν από μένα
μα όλες τους γυρίζουνε στο τέλος
Όλες τους γυρίζουνε σε μένα εκτός
από εκείνη που έθαψα
Έκλαψα γι’ αυτήν
μα έκλαιγα εύκολα εκείνη την εποχή
άσε φίλε μη μου βάλεις να πιω τίποτα σκληρό
Γίνομαι κακός τότε
Θα μπορούσα να κάτσω εδώ και να πίνω μπίρα
με σας τους χίπηδες όλη τη νύχτα
θα μπορούσα να πιω δέκα λίτρα από τούτην εδώ την μπίρα
σαν να ‘τανε νεράκι
Βάλε με όμως να πιω κανά σκληρό ποτό
και θ’ αρχίσω να πετάω κόσμο έξω από τα παράθυρα
θα πετάξω τους πάντες έξω από το παράθυρο
Το ‘χω κάνει αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Δεν ξέρετε γιατί δεν ήσασταν ποτέ
ερωτευμένοι είναι απλό
Εγώ έχω τούτην εδώ την πιτσιρίκα και είναι όμορφη
Με φωνάζει Μπουκόφσκι
Μπουκόφσκι λέει με τη σιγανή της φωνή
κι εγώ λέω Τι
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Και σας λέω τι είναι
μα εσείς δεν ακούτε
Δεν υπάρχει ούτε ένας από σας σε τούτο δω το δωμάτιο
που θ’ αναγνώριζε την αγάπη ακόμη κι αν σηκωνόταν
και του τον κάρφωνε στον κώλο
Είχα κάποτε την εντύπωση πως οι αναγνώσεις ποίησης δεν έχουν κανένα νόημα
Και δες τώρα είμαι 51 χρονών κι έχω τριγυρίσει αρκετά
Ξέρω πια ότι δεν έχουν κανένα νόημα
μα λέω στον εαυτό μου Μπουκόφσκι
το να πεθαίνεις της πείνας είναι ακόμη περισσότερο χωρίς νόημα
Οπότε να ‘σαστε εδώ και τίποτε δεν είναι όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι
Αυτός ο τύπος ο πώς τον λένε ο Γκάλγουεϊ Κίνελ
Είδα τη φωτογραφία του σε κάποιο περιοδικό
Έχει ωραία φάτσα δεν λέω
μα είναι δάσκαλος
Χριστέ μου το φαντάζεσαι
Μα εδώ που τα λέμε κι εσείς δάσκαλοι είσαστε
να λοιπόν που σας προσβάλλω κι από πάνω
Όχι δεν έχω ακούσει τίποτε γι’ αυτόν
ούτε καν τον ίδιο
Όλοι τους είναι τερμίτες
Μπορεί να είναι εγωιστικό που δεν πολυδιαβάζω πια
μα τούτοι οι άνθρωποι που χτίζουνε
τη φήμη τους σε πέντ’ έξι βιβλία
είναι τερμίτες
Μπουκόφσκι μού λέει
Γιατί ακούς όλη την ημέρα κλασική μουσική
Μπορείτε να την ακούσετε που το λέει, ε
Μπουκόφσκι γιατί ακούς κλασική μουσική όλη την ημέρα
Σας ξαφνιάζει αυτό, έτσι δεν είναι
Πού να το φανταστείτε πως ένας άξεστος μπάσταρδος σαν εμένα
θα μπορούσε ν’ ακούει κλασική μουσική όλη την ημέρα
Μπραμς Ραχμάνινοφ Μπάρτοκ Τέλεμαν
Σκατά δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω εδώ πέρα
Είναι πολύ ήσυχα εδώ πέρα πάρα πολλά δέντρα
Εμένα μου αρέσει η πόλη αυτός είναι τόπος για μένα
Βάζω την κλασική μου μουσική κάθε πρωί
και κάθομαι μπροστά στη γραφομηχανή μου
Ανάβω ένα πούρο και το καπνίζω να έτσι δέστε
και λέω Μπουκόφσκι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
Μπουκόφσκι πέρασες μεσ’ απ’ όλα
κι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
και ο γαλάζιος καπνός σέρνεται επάνω στο τραπέζι
κι εγώ κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη λεωφόρο Ντελόνγκπρι
και βλέπω κόσμο να πηγαίνει πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο
και φουμάρω το πούρο μου να έτσι
και μετά ακουμπάω το πούρο στο τασάκι μου κάπως έτσι
παίρνω βαθιά ανάσα
και ξεκινάω να γράφω
Μπουκόφσκι λέω αυτό είναι η ζωή
είναι καλό να είσαι φτωχός είναι καλό να έχεις αιμορροΐδες
είναι καλό να είσαι ερωτευμένος
Μα εσείς δεν ξέρετε πώς είναι αυτό το πράγμα
Δεν ξέρετε πώς είναι να είσαι ερωτευμένος
Αν μπορούσατε να την δείτε θα ξέρατε τι εννοώ
Πίστευε πως θα ‘ρθω εδώ πέρα και θα το ρίξω αμέσως στο πήδημα
Έτσι απλώς το ‘ξερε
Και μου το ‘πε ότι το ‘ξερε
Σκατά είμαι 51 χρονών κι αυτή ‘ναι 25
είμαστε ερωτευμένοι και αυτή ζηλεύει
Χριστέ μου είναι όμορφα
είπε πως θα μου ‘βγαζε τα μάτια αν ερχόμουν εδώ πέρα και πήγαινα να πηδήξω
Να λοιπόν αυτό είναι για σας η αγάπη
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας γι’ αυτήν
Ακούστε να σας πω κάτι
Συνάντησα ανθρώπους στη φυλακή που είχαν περισσότερο στυλ
απ' όσους τριγυρίζουν στα πανεπιστήμια
και πηγαίνουν σε αναγνώσεις ποίησης
Αυτοί ‘ναι βδέλλες που ‘ρχονται για να δουν
αν είναι βρόμικες οι κάλτσες του ποιητή
ή αν μυρίζουν οι μασχάλες του
Πιστέψτε με δεν θα τους απογοητεύσω
Μα θέλω να θυμάστε τούτο
μόνο ένας ποιητής βρίσκεται απόψε σε τούτο το δωμάτιο
μόνο ένας ποιητής σε αυτή την πόλη απόψε
ίσως μόνο ένας αληθινός ποιητής σε αυτή τη χώρα απόψε
κι αυτός είμαι εγώ
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας για τη ζωή
Τι ξέρει οποιοσδήποτε από σας για οτιδήποτε
Ποιος απ’ όλους σας εδώ μέσα έχει απολυθεί ποτέ από κάποια δουλειά
ή έχει χτυπήσει άγρια τη γυναίκα του
ή τον έχει χτυπήσει η γυναίκα του
Μ’ έχουν απολύσει απ’ το Sears and Roebuck πέντε φορές
Μ’ απολύανε κι ύστερα με ξαναπροσλαμβάνανε
Δούλευα αποθηκάριος γι’ αυτούς όταν ήμουν στα 35 μου
κι ύστερα με μπαγλαρώσανε γιατί τάχα έκλεβα μπισκότα
Ξέρω πώς είναι αυτό το πέρασα
Είμαι 51 χρονών τώρα κι είμαι ερωτευμένος
Και τούτη εδώ η πιτσιρίκα λέει
Μπουκόφσκι
κι εγώ λέω Τι και αυτή μου λέει
Νομίζω πως είσαι ένα μάτσο σκατά
κι εγώ της λέω μωρό μου μόνο εσύ με καταλαβαίνεις
Είναι η μόνη γυναίκα στον κόσμο
άντρας ή γυναίκα
απ’ την οποία θα το δεχόμουν αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Στο τέλος όλες τους γυρίζουν πάλι σε εμένα
η καθεμιά απ’ αυτές γυρίζει
εκτός από κείνη που σας είπα
εκείνη που έθαψα
Ήμασταν μαζί εφτά χρόνια
Και συνηθίζαμε να πίνουμε πολύ
Βλέπω κανά δυο δαχτυλογράφους σε τούτο το δωμάτιο μα
Δεν βλέπω κανέναν ποιητή
Δεν εκπλήσσομαι
Πρέπει να έχεις ερωτευτεί για να γράψεις ποίηση
κι εσείς δεν ξέρετε τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος
αυτό είναι το πρόβλημα με σας
Για δώσε μου λίγο από αυτό το πράγμα
Έτσι μπράβο όχι πάγο ωραία
Έτσι είναι καλά είναι ωραία έτσι
Άντε λοιπόν ας τελειώνουμε με τούτη την παράσταση
Ξέρω τι είπα μα θα πιω άλλο ένα
Από τούτο το ωραίο πράγμα
Εντάξει κι ύστερα φύγαμε ας ξεμπερδεύουμε πια
μόνο μετά μην πάει κανείς και σταθεί κοντά
σε κανένα ανοιχτό παράθυρο

Ρέι Κάρβερ
(μτφ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος)



Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Μια αδημοσίευτη συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη




MANΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: Ο τελευταίος επιζών

Μια αδημοσίευτη στην Ελλάδα συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη που δόθηκε στον κύπριο ποιητή και δημοσιογράφο Χρήστο Μαυρή. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες στην εφημερίδα «Τα Νέα» της Λευκωσίας, στις 24 Ιουλίου 1984. Αργότερα, το 1990, αποτέλεσε το δεύτερο σκέλος στο μικρό δοκίμιο του Χρ. Μαυρή, «Ο τελευταίος επιζών. Σπουδή στην ποίηση του Μαν. Αναγνωστάκη». Κρίνοντας πως οι απόψεις που διατυπώνει ο Μ. Αναγνωστάκης παρουσιάζουν ενδιαφέρον αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ


Οι σχέσεις Τέχνης και ζωής μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φθάσουν; Ας πάρουμε, όμως, εδώ σαν δεδομένο την ποίησή σας που, χωρίς δισταγμό, μπορώ να ισχυριστώ πως είναι ένα βιογραφικό χρονικό. Ο ίδιος μάλιστα, για να θυμηθούμε τα «Αντιδογματικά» κείμενά σας, ομολογείτε πως η παιδεία σας είναι «εμπειρική».

Κοίταξε. Εξωτερικά φαίνεται ότι η ποίηση διαχωρίζεται από τη ζωή. Ή, η Τέχνη διαχωρίζεται από τη ζωή. Αυτό με την τρέχουσα, με την κοινή αντίληψη και με τα τρέχοντα μέτρα. Γι’ αυτό πολλοί εκπλήσσονται πως ένας άνθρωπος μπορεί να γράφει έτσι και να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Δηλαδή να είναι διαφορετικός σαν άνθρωπος και διαφορετικός σαν καλλιτέχνης. Αυτό είναι με τα κοινά, τα καθημερινά μέτρα.

Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ταύτιση του ανθρώπου με το έργο του. Άλλες φορές αυτό το πράγμα εμφανίζεται σαν ένα ενιαίο σώμα και αναγνωρίζει τον ποιητή ή τον δημιουργό ή τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο και, άλλοτε, δεν μπορεί το πράγμα αυτό να γίνει καταληπτό από την κοινή αντίληψη. Μέσα του, όμως, του ποιητή ή του καλλιτέχνη γενικότερα έχουν έλθει αντιφάσεις. Στην εξωτερική ζωή εκδηλώνει ορισμένα πράγματα τα οποία είναι σύμφωνα με την κοινή αντίληψη. Αυτά που βάζει μέσα του, τα οποία είναι εξίσου πραγματικότητα της ζωής του, δεν εκδηλώνονται με τα κοινά μέτρα.

Στην πραγματικότητα όμως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, από τα βιώματά του, τα οποία μπορεί να μην είναι εντελώς προσωπικά του βιώματα. Να είναι βιώματα άλλων τα οποία αφομοίωσε ο ίδιος. Αλλά προσωπικά δεν νομίζω πως μπορεί να ξεφύγει.

Η εποχή συμβάλλει σ΄ αυτό το φαινόμενο;

Οπωσδήποτε συμβάλλει η εποχή. Υπάρχουν εποχές που αντικειμενικά, ιστορικά μπορείς να πεις, είναι πιο έντονα φορτισμένες από τις άλλες. Αν σκεφθεί κανείς ότι όλη η κατοχή και όλη αυτή η περίφημη Αντίσταση υπήρξε μόνο τρία, τριάμισι χρόνια (είναι ένα διάστημα πάρα πολύ μικρό), και ότι από τη μεταπολίτευση μέχρι τώρα έχουν περάσει δέκα χρόνια – εάν μετρούμε το χρόνο έτσι από πλευράς ουσιαστικών γεγονότων – τα τρία χρόνια εκείνα είχαν συμπυκνώσει μια τεράστια πείρα της ζωής την οποία δεν μπόρεσαν να γεμίσουν τα δέκα πρόσφατα χρόνια. Αυτή είναι η άποψή μου.

Μέσα στο έργο σας, με βοηθητικό στοιχείο πάντοτε τη μνήμη, επανέρχεται ο θάνατος. Συγκεκριμένα ο θάνατος των άλλων. Για να γίνω πιο σαφής, εννοώ το θάνατο των φίλων σας. Ουσιαστικά μέσα από το έργο σας προβάλλετε σαν Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΙΖΩΝ από μια αποδεκατισμένη ομάδα συντρόφων σας ή καλύτερα, σαν ο δημιουργός που δεν έχει γύρω του τους πρώτους φίλους του. Εντούτοις όμως εξακολουθείτε να υπάρχετε και σαν ποιητής, αλλά και σαν μαχητής. Η ισορροπία σας αυτή πώς εξασφαλίζεται κ. Αναγνωστάκη;

Κατ’ αρχήν είναι πολύ εγωιστικό και δεν το δέχομαι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, να πω ότι εκφράζω έστω και μια ομάδα ανθρώπων ή μια ομάδα συντρόφων ή πολύ περισσότερο, μια εποχή. Κανείς δεν εκφράζει μόνος του μια εποχή. Δεν νομίζω. Υπάρχουν πολλοί που εκφράζουν εκφάνσεις μιας εποχής.


Τώρα, το ότι υπάρχει το στοιχείο του θανάτου μέσα στο έργο μου είναι γιατί όλα αυτά τα χρόνια ζήσαμε τον θάνατο. Από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων μέχρι την ωριμότητά μας έχουμε ζήσει το θάνατο γύρω μας.


Δηλαδή κύριε Αναγνωστάκη, ο θάνατος λειτουργεί σαν βίωμα μέσα σας;


Ναι, λειτουργεί σαν βίωμα. Λειτουργεί σαν βίωμα αλλά όχι σαν μια μεταφυσική αγωνία ή σαν μια μεταφυσική λύση – υπαρξιακή λύση αν θες, υπαρξιακό πρόβλημα. Αλλά λειτουργεί. Άμεσα από τα καθημερινά λειτούργησε και ο θάνατος των άλλων και ο δικός μου θάνατος. Αλλά όταν λέω θάνατος δεν εννοώ μονάχα το φυσικό θάνατο. Είναι πολύ απλό να εννοήσει κανείς το φυσικό θάνατο από μόνο του. Να εννοήσει και τον ιδεολογικό θάνατο – την πτώση, ας πούμε, το μαρασμό γενικά γύρω σου (όταν το νοιώθεις), την ξηρασία. Λοιπόν, δεν είναι μόνο ο βιολογικός θάνατος.


Ρωτάς, επίσης, πώς συνεχίζω να λειτουργώ. Κατ’ αρχήν δεν πιστεύω πως λειτουργώ σαν ποιητής. Έχω πάψει προ πολλού να γράφω ποιήματα και το ξέρεις αυτό πράγμα. Δεν λειτουργώ. Δεν αισθάνομαι, δηλαδή, ότι γράφω. Ούτε αυτά τα οποία έχω γράψει τώρα, τα μικρά. Εννοώ το «ΥΓ.».


ΤΟ «Υ.Γ.»


Αυτά στο «Υ.Γ.» ήταν παλιά παραγωγή;

Όχι, δεν είναι παλιά παραγωγή, αλλά αυτό το πράγμα, δεν είναι και παραγωγή εντελώς πρόσφατη. Δεν είναι πρόσφατη εντελώς. Είναι πράγματα γραμμένα κατά διαστήματα, τα τελευταία χρόνια.


Πάντως ήλθαν να συμπληρώσουν ένα κεφάλαιο.


Δεν ξέρω αν ήλθαν να συμπληρώσουν ένα κεφάλαιο. Ούτε ξέρω αν είναι ποίηση. Γι’ αυτό και δεν τα χαρακτηρίζω και γι’ αυτό τα έβγαλα σ’ έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων – σαν ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ας πούμε, σε φίλους χωρίς να έχουν καμιά φιλοδοξία και αξίωση κριτικής. Ασχέτως τώρα αν έγιναν ορισμένες κριτικές.
Λοιπόν, έχω την εντύπωση – από πολλά χρόνια μέσα μου και το έχω διατυπώσει στο γράψιμό μου αυτό το πράγμα – ότι δεν λειτουργώ. Δηλαδή δεν λειτουργώ σαν ποιητής με ό, τι έχω γράψει ....

Μήπως δεν υπάρχει κυοφορία μέσα σας;

Ακριβώς, μέσα μου δεν υπάρχει καμιά κυοφορία ποιητική. Κι αν θες ακόμα να σου απαντήσω λίγο προκλητικά: Δεν με ενδιαφέρει πια η ποίηση.


Αυτό είναι λόγω κινήτρων;


Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Επειδή πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι ούτε επάγγελμα ούτε κάτι το μόνιμο στην ανθρώπινη ζωή.


Θεωρείτε τότε ότι εκπληρώθηκε η αποστολή σας.


Θεωρώ ότι ήταν δεμένη με μια εποχή. Ότι ήταν δεμένη με ορισμένα βιώματα. Από εκεί και πέρα δεν αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω αυτά τα πράγματα ξανά – πάλι με τον ίδιο τρόπο ή, καινούργια πράγματα να τα εκφράσω με ποιητικό τρόπο. Δεν αισθάνομαι αυτή την ανάγκη. Ήταν όπως ένας ισχυρός ερωτικός δεσμός ο οποίος λήγει. Ο οποίος λήγει, δεν σημαίνει πως είναι αιώνιος. Νομίζουν πως είναι αιώνιος. Όμως δεν είναι αιώνιος, λήγει αυτός ο ερωτικός δεσμός.


Από εκεί και πέρα ή διατηρείς μια φιλική συμπάθεια στο πρόσωπο (έχεις φιλικές σχέσεις) ή αποξενώνεσαι τελείως. Εγώ διατηρώ φιλικές σχέσεις. Δεν αποξενώθηκα τελείως. Έτσι διατηρώ φιλικές σχέσεις με την ποίηση και με την ποίηση των άλλων. Αλλά όχι σχέσεις άμεσες, καθημερινές. Δηλαδή όχι βιωματικές σχέσεις. Αυτό να μην θεωρηθεί από μερικούς ότι σνομπάρω, κατά κάποιο τρόπο, την ποίηση. Δεν τη σνομπάρω. Ίσως είναι το αντίθετο, επειδή βάζω πολύ ψηλά την ποίηση. Νομίζω ότι για να εκφρασθεί κανείς με ένα στίχο που να ξεπερνάει αυτά τα οποία έχει γράψει ως τώρα είναι μεγάλη δουλειά. Εάν θέλω αυτή τη στιγμή μπορώ να σου βγάλω πέντε συλλογές.

Μήπως αντιλαμβάνεστε ότι ο ήλιος της ποίησής σας ανέβηκε ψηλά και θέλετε να τον κρατήσετε εκεί ψηλά;

Όχι! Όχι από υστεροβουλία. Δεν το κάνω από υστεροβουλία. Αλλά ότι έχει εξαντληθεί το απόθεμα. Από εκεί και πέρα όμως ξέροντας το υλικό, ξέροντας το metie, αυτό που λέμε δηλαδή τη δουλειά – το πώς δουλεύεται μια Τέχνη υπάρχει μια τεχνική, είναι και μια ηθοποιία, μια προσποίηση, και μια Τέχνη και τεχνική συγχρόνως – μπορεί κανένας, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του να γράψει άλλες πέντε συλλογές και να δώσει πάλι τα ίδια πράγματα.

Εγώ θέλω, αν δώσω κάτι, να είναι κάτι παραπάνω. Δηλαδή, τίποτα δεν αποκλείεται, εάν ζήσω, να γίνει μετά από πέντε χρόνια. Απλώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια τώρα, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να εκφρασθώ ποιητικά.


ΣΑΝ ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ


Θέλω να σας ρωτήσω αν υπήρξαν έργα ή συγγραφείς που σας δίδαξαν κάτι στην Τέχνη σας.

Κατ’ αρχήν – το έχω πει κι άλλες φορές και το έχω γράψει αυτό το πράγμα – δεν έχω προβληματιστεί ιδιαίτερα πάνω στην ποίηση. Δεν με απασχόλησε πάρα πολύ το θέμα της γραφής. Δηλαδή αυτό που λέμε τεχνική. Αυτό που λέμε να γράψω και να σχίσω, να ξαναγράψω και να σχίσω για να πάρω διδάγματα το πώς γράφεται ένα ποίημα. Είμαι σαν ένας ζωγράφος αυτοδίδακτος ο οποίος είδε μετά πολλά. Είδε πολύ ζωγραφική και πράγματα που τα έχει ανακαλύψει ο ίδιος. Μόνος του τα έχει ανακαλύψει αυτά τα πράγματα! Είδε ότι αυτά τα πράγματα υπάρχουν και σ΄ άλλους ποιητές.


Άλλο θέμα τώρα εάν με επηρέασαν ποιητές. Είναι βέβαιο ότι με επηρέασαν πάρα πολλοί ποιητές. Χωρίς να ξέρει κανένας και ποιοι τον επηρέασαν ουσιαστικά. Εκείνο που σου αποκλείω (εκείνο που θέλω να σου πω) είναι ότι δεν υπάρχει ποιητής τον οποίο έβαλα πάρα πολύ ψηλά και τον θεωρώ σαν πρότυπο για να πω θα του μοιάζω ή, αυτόν θα τον μιμηθώ ή θα τον αντιγράψω ή θ’ ακολουθήσω το άστρο του. Έτσι, αυτό το πράγμα δεν συνέβη σε μένα.


Υπήρξαν πιστεύω ποιητές που υπερβολικά θαυμάζω αλλά να μην μ’ έχουν επηρεάσει τόσο πολύ, αντίθετα με άλλους που τους αγαπώ αλλά δεν τους θαυμάζω υπερβολικά. Ένα παράδειγμα είναι ο Κάλβος τον οποίο θεωρώ το μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλε η ελληνική γλώσσα, αλλά δεν νομίζω πως μ’ επηρέασε. Αντίθετα με επηρέασαν ποιητές που μπορεί να θεωρηθούν ήσσονες – το ήσσονες και μείζονες με την έννοια ότι στο μείζων τα θέματά του είναι μείζονα, κατά κάποιο τρόπο, ενώ οι άλλοι είναι πιο κλειστού χώρου. Αυτό εννοώ λέγοντας ήσσονες ποιητές. Δεν σημαίνει πως αξιολογικά ο ένας είναι πιο μεγάλος από τον άλλο – όπως π.χ. ο Καρυωτάκης ή ο Σεφέρης, που τους διάβασα νεότατος. Αυτοί έχω την εντύπωση ότι μ’ επηρέασαν.


Επίσης και ο πρώτος Ρίτσος με επηρέασε αρκετά, στα πρώτα ποιήματά του. Ο πρώτος Ρίτσος, δηλαδή ο προπολεμικός όπως στο «Τραγούδι της αδελφής μου», το «Εμβατήριο του Ωκεανού» κ.λπ. Επίσης, με έχουνε επηρεάσει πολύ οι Γάλλοι! Η παιδεία μου υπήρξε γαλλική ως ένα χρονικό διάστημα. Ο Απολλιναίρ αλλά και οι συμβολιστές! Είναι βλέπεις πράγματα λίγο αντιφατικά. Μικρός έχω διαβάσει πάρα πολύ ποίηση. Ελληνική και γαλλική αλλά αυτό το πράγμα, δεν σημαίνει ότι μετά έγραψα. Ήδη έγραφα τα οποία δεν τάχω αποκηρύξει. Τα θέματά μου στην πρώτη μου συλλογή ήταν μέχρι το 1942. Το 1942 ήμουνα δεκαεφτά χρόνων. Αυτά τα θέματα δεν τα ’χω αποκηρύξει.


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ


Υποστηρίζουνε κ. Αναγνωστάκη πως ο συγγραφέας πρέπει να υπηρετεί το ιδεολογικό συμφέρον. Θάθελα νάχω την άποψή σας – αν μπορείτε φυσικά – γύρω από αυτή τη θέση.

Εγώ θα σου απαντήσω λίγο ωμά. Ο συγγραφέας δεν υπηρετεί τίποτα. Γιατί αν βάλουμε τη λέξη «υπηρετώ» ή τη λέξη «στράτευση» που θυμίζει λίγο στρατό – σημαίνει πειθαρχία, σημαίνει αυτό το πράγμα ή εκείνο και τα λοιπά σημαίνει ακόμη κατ’ επιταγή, σημαίνει κατ’ εντολή, ότι θες – δεν μπορεί να είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Και προπαντός, η στράτευση που λέμε και η συμμετοχή στα κοινά και η ιδεολογική θέση, όλα αυτά τα πράγματα βγαίνουν μέσα από το έργο του χωρίς να έχει την πρόθεση ο ίδιος να τα βγάλει.
Αλλά επειδή ο ίδιος εάν πραγματικά ανήκει κάπου ιδεολογικά – και όταν λέμε ανήκω κάπου ιδεολογικά δεν σημαίνει ότι ανήκω κάπου επειδή ψηφίζω κάτι. Ανήκω σε κάτι το οποίο είναι διαμορφωμένο σε μια βιοθεωρία, σε μια κοσμοαντίληψη και βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Λοιπόν μια ιδεολογία, μια κοσμοθεωρία ή μια θρησκεία δεν είναι απλώς ότι ψηφίζω αυτό ή εντάσσομαι εκεί. Εάν πραγματικά το βιώνεις αυτό το πράγμα βγαίνει μόνο του.


Τι έχετε να πείτε, όμως γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι εσύ είσαι καθοδηγητής μιας ιδεολογίας; Θα σας φέρω εδώ σαν παράδειγμα τον Γιάννη Γαλανό. Διάβαζα τελευταία το βιβλίο του: «Οι σύντροφοι, μια προσωπογραφία της αριστεράς». Κατά λέξη γράφει κάπου τα εξής: «Αφήστε τον Αναγνωστάκη να λέει. Αλλοίμονο αν οι ποιητές καθόριζαν την πολιτική μας». Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι ο άνθρωπος αυτός έχει μια τέτοια αντίληψη. Δηλαδή ότι εσύ είσαι καθοδηγητής μιας ιδεολογίας με τη στενή έννοια.


Όχι, δεν είμαι. Κατ’ αρχήν να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο εδώ, στην περίπτωση αυτή. Δηλαδή όταν ζητάμε από έναν άνθρωπο να συμμετέχει στα κοινά είναι απαίτηση την οποία έχουμε από κάθε άνθρωπο την οποία πρέπει να έχει και ο κάθε καλλιτέχνης. Το βάρος, τώρα, το οποίο έχει αποχτήσει ή το κύρος το οποίο έχει αποχτήσει, είτε σαν καλλιτέχνης, είτε σαν επιστήμονας, είτε σαν εφευρέτης, είτε σαν αθλητής, οτιδήποτε είναι αυτό το πράγμα, θα πρέπει να το ρίχνεις στον πολιτικό στίβο ή στον κοινωνικό στίβο.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να του επιτάσσει ή να του υποβάλλει ότι πρέπει και την Τέχνη του να τη θέσει στην υπηρεσία, στην άμεση υπηρεσία του λαού του. Στην υπηρεσία υπάρχει, αλλά δεν τη βάζεις άμεσα. Όπως είπε – δεν θυμάμαι τώρα ποιος το είπε – ένας σοβιετικός, νομίζω, το είπε γύρω στο 1920: «Ο πολιτικός (ο αγκιτάτορας) έχει σαν στόχο να μιλάει μια γλώσσα κατανοητή στη μάζα, για να μπορέσει να την προωθήσει λίγο πιο μπροστά. Αυτή την υποχρέωση δεν την έχει ο καλλιτέχνης. Αντίθετα, πρέπει να κάνει τη μάζα αυτή να ξεχάσει τη γλώσσα που ήξερε. Να της μάθει μια καινούργια γλώσσα η οποία στην αρχή μπορεί να φαίνεται τελείως ακατανόητη. Να μην συμμορφώνεται με τα γούστα ή με τη διαμορφωμένη αντίληψη πάνω στο καλλιτεχνικό φαινόμενο της μάζας. Γιατί, αυτό, μπορεί να είναι διαμόρφωση η οποία ανήκει σε άλλο κόσμο και άλλο χώρο. Πρέπει οπωσδήποτε να της μάθει μια καινούργια γλώσσα. Θα αντιδράσει στην αρχή αλλιώς, το αντίθετο, είναι ο περίφημος λαϊκισμός.


Όμως ο πολιτικός πρέπει να είναι ως ένα σημείο λαϊκιστής. Αναγκαστικά πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα που ξέρει για να προωθηθεί. Επειδή ο καλλιτέχνης δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, δηλαδή τη δυνατότητα της άμεσης επαφής, της συζήτησης και της διαλεχτικής, αλλά έχει απλώς το έργο του, δεν μπορεί να κολακεύει το αισθητικό επίπεδο της μάζας σε κάθε στιγμή. Πρέπει να έρχεται και σε κόντρα με το δοσμένο αισθητικό επίπεδο της μάζας για να το προωθήσει σε κάτι καινούργιο.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ο Γάλλος διανοούμενος Jean Paul Sartre δήλωνε ότι: «η αλήθεια είναι επαναστατική, οι μάζες έχουν το δικαίωμα της αλήθειας», και πολύ συχνά κατάφευγε στον Τύπο. Με διάφορα μαχητικά άρθρα και επιφυλλίδες το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και από εσάς σήμερα. Πιστεύετε ότι ο Τύπος μπορεί να επαναστατικοποιήσει τις μάζες και ότι αυτός ο τρόπος είναι ο πιο κατάλληλος σήμερα;

Όχι, δεν είναι ο πιο κατάλληλος. Είναι ένας τρόπος και εξαρτάται σε ποια βαθμίδα, ποια μορφή επαναστατικότητας ζητάμε. Εγώ νομίζω πως η επαναστατικότητα, η επαναστατική διάθεση των μαζών δεν διαφέρει μόνο χρονικά από μια εποχή στην άλλη. Διαφέρει και στην ίδια εποχή από γεωγραφικούς τόπους και χώρες. Στην Κύπρο, σήμερα, υπάρχει ένα φοβερό, ας πούμε, πρόβλημα εθνικής επιβίωσης και συμβίωσης όπου τα πάντα μπορούν να υπαχθούν και να θυσιαστούν στο καθήκον της εθνικής επιβίωσης. Γιατί χωρίς εθνική επιβίωση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πνευματική ούτε πολιτιστική ζωή. Τίποτα.
Αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρχε κάποτε. Στην Ελλάδα υπήρχε την εποχή των συνταγματαρχών. Όχι, πάλι, σε όλο τον κόσμο. Αλλά υπήρξε σε ορισμένους ανθρώπους το αίτημα ότι όλα πρέπει να συγκλίνουν στον αγώνα αυτό. Δηλαδή στο να φύγει η Χούντα. Να πέσει η Χούντα. Σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο άμεσο πρόβλημα.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, σε οποιοδήποτε χρόνο και τόπο να μιλάμε για την ίδια μορφή της επανάστασης. Και, εκεί, νομίζω, είναι το λάθος ορισμένων ανθρώπων και ορισμένων αριστεριστών οι οποίοι θέλουν να έχουν μια ρομαντική αντίληψη ενώ ο τόπος που ζούνε αυτό το πράγμα δεν το σηκώνει. Σε άλλους τόπους ίσως ναι.

Από πλευράς κοινωνικών συνθηκών, κ. Αναγνωστάκη, η εποχή μας, ασφαλώς, έχει να παρουσιάσει καλύτερες μέρες από τα προηγούμενα χρόνια. Η αποστολή του διανοούμενου της αριστεράς μήπως έχει λήξει σήμερα;

Όχι, δεν νομίζω πως έχει λήξει. Αλλά συνεχώς διαφοροποιείται και εξελίσσεται – εάν παραμένει, φυσικά, στο στυλ του παλιού αριστερού που έχει την τάση να μην λαμβάνει υπόψη του τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στην εποχή του. Δεν εννοώ να συμμορφώνεται ή να συμβιβάζεται. Δεν λέω αυτό το πράγμα. Αλλά να παίρνει τα «όπλα» του μέσα από εκεί. 

Αυτή είναι μια αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι ο διανοούμενος σήμερα;

Ναι. Φοβάμαι όμως ότι οι διανοούμενοι οι οποίοι κάνουν επίδειξη σήμερα, υπερεπαναστατικό πράγμα, ας πούμε, αυτό οφείλεται πιθανώς σε κάποιο προσωπικό πλέγμα ή, την εποχή που έπρεπε να δείξουν αυτή την επαναστατική διάθεση δεν την έδειξαν και τη δείχνουν τώρα. Αλλά αυτό, είναι άκυρο σήμερα.

Υ.Γ.
‘Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.
Υ.Γ.
‘Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην ίδια πάντα στάση.
Υ.Γ.
‘Νόμισε πως όλα τα είχε γράψει για κείνη
–μα εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
Υ.Γ.
‘Παρά τα όσα γράψανε τα βιβλία, στο κελί του τραγουδούσε όλη νύχτα τη Ραμόνα.
Υ.Γ.
‘Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.