Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Κώστας Καρυωτάκης - Ποιήματα



Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.


ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ

Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ' άνθη της ζωής
μύρον η απαγοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα

την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ' ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια --
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;




ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ

Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.

Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική,
κι ύστερα πια δεν είμαστε στα βράδια του Απριλίου,
μήτε η χρυχή που χάνεται σκόνη του δρόμου εκεί.

Αν τη ζωή περνούσαμε την ίδια έχοντας άτι
ή αρρωστημένα γέρναμε παιδιά του ρεμβασμού
φεύγουμε δίχως από δω να 'χουμε πάρει κάτι
ούτε και την ενθύμηση του μάταιου ερχομού

Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Να 'μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!




ΠΟΙΑ ΘΕΛΗΣΗ ΘΕΟΥ ΜΑΣ ΚΥΒΕΡΝΑΕΙ...

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.


Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πηγμή, που δε συντρίβει
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.






ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ

Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Ανθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Αλλος δεν ξέρει οτι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.


Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...




[ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ...]

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!


[ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ...]

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι. 


ΚΙΘΑΡΕΣ

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράξενους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σαν δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.



ΦΥΓΕ, Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ...

Φύγε κι άσε με μοναχό, που βλέπω να πληθαίνει
απάνω η νύχτα, και βαθιά να γίνονται τα χάη.
Ούτε του πόνου η θύμηση σε λίγο πια δε μένει,
κι είμαι άνθος που φυλλοροεί στο χέρι σου και πάει

Φύγε καθώς τα χρόνια κείνα εφύγανε, που μόνον
μια λέξη σου ήταν, στη ζωή, για μένα σαν παιάνας.
Τώρα τα χείλη μου διψούν το φίλημα της μάνας,
της μάνας γης, και ανοίγοντας στο γέλιο των αιώνων

Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!
Ταράζει και η ανάσα σου τα μαύρα της Στυγός
νερά, που με πηγαίνουν, όπως είμαι ναυαγός,
εκεί, στο απόλυο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.




ΕΠΙΚΛΗΣΙΣ

Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, πλησιάζεις.
Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνώτα
σου βλέπω που ωχριούν άνθη και φώτα.
Στ' απλωμένα φτερά σου με σκεπάζεις.

Δωσ' μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
Θα καταβάλω όλη τη θέλησή μου.
Σα μορφασμό θα πάρω στη μορφή μου
τη χαρά που στα στήθη έχουν οι άλλοι.

Και τότε κάποια πρόφαση θα μείνει
(σημαίας κουρέλι από χαμένη μάχη),
η ψυχή για να μη δειλιά μονάχη
και για να λησμονεί τη σκέψη εκείνη.


Το πάθος όχι, το ίνδαλμά του μόνο,
ή τη γαλήνη, θέλω ν' αντικρίσω
μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω
και καλά τύλιξε με, ω Νύχτα αιώνων!







ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
μεποροι και κονσόρτια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το προτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.



ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ

Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.

Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ' όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

Χορός ημιπαρθένων, δυο δυο,
μ' αλύγιστο το σώμα, θριαμβευτικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.

Εκεί απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.

Ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «δια τα μητέρας».

Ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλη,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι' αυτό προνομιούχα...




ΥΠΟΘΗΚΑΙ

Οταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,
μπορούνε με χείλιους τρόπους.
Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής,
όταν ακούσεις ανθρώπους.

Οταν ακούσεις ποδοβολητά
λύκων, ο Θεός μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου με μάτια κλειστά
και κράτησε την πνοή σου.

Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στον πλατύ κόσμο μια θέση.
Οταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό,
του δίνουν όψη ν' αρέσει.

Του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν
με την πειθώ, με το ψέμα,
όταν [οι] άνθρωποι διαφιλονικούν
τη σάρκα σου και το αίμα.

Οταν έχεις μια παιδική καρδιά
και δεν έχεις ένα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονέρια σου φύλλο.

Ασε τα γύναια και το μαστροπό
Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα.
Σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό,
κράτησε σκήπτρο και λύρα.



ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ

Ηταν ωραία σύνολα τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχαρες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας εδίναν τα φευγαλέα της χείλη...

Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να 'μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Το λογικό, τα αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στα χέρι του Θεού.

Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
-- ω, κωμωδία! -- το θάμπωμα, τ' όνειρο, την άχλυ.


...Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.




Η ΠΕΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟΝ
(Πίναξ Ημιτελής)

Έχει πια δύσι ο ήλιος του χιεμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το' χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.

(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)



ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΕ Α ΜΕΙΖΟΝ

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;



ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
ΠΕΝΘΙΜΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ

Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίχοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Ετσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.



ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ηταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.


Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..





ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ' αντικρύσω.

Οταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-- πρώτη φορά -- σε τέσσερων τον ώμο.


Υστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.




ΠΡΕΒΕΖΑ

θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια «ελλειπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



[ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΤΗ ΣΚΑΛΑ...]

Οταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθη κανείς την πλάκα μας να χτυπήση,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρη ένα τριαντάφυλλο ή αφίση χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλλες του Posillipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν crieket οι οπαδοί σου.--





LES MORTES M' ECOUTENT...
(Jean Moreas)

Μέσα στους τάφους κατοικώ, μόνο οι νεκροί μ' ακούνε,
εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου,
οι ανίδεοι και οι αχάριστοι τη δάφνη μου κρατούνε
οργώνω κι άλλοι χαίρονται το κάρπισμα του αγρού μου.

Κανένα δε ζηλοφθονώ. Η οδύνη τι με νοιάζει,
τριγύρω το ακατάλυτο μίσος, η καταφρόνια!
Αρκεί μόνο που όσες φορές το χέρι μου σε αδράζει,
ολοένα πιο τερπνά αντηχείς, ω λύρα μου απολλώνια.



ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
(Laurent Tailhade)

Κυριακή. Σ' ένα βαπόρι
στριμώχτηκαν μπουρζουάδες.
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι,
ξεμυξίζουν οι μάμαδες.

Τα σκυλιά δε λογιαράζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει,
δε φοβούνται, διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη.

«Ω, τι ζέστη, Θεέ μου, βρ΄ζει!»
βεβαιώνουν οι κυρίες,
κι επιπόλαιες κι γελοίες,

ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους,
διευκολύνουν τους εμέτους.


AINSI J' AI DANS MA BELLE PIPE...
(Francis Carco)

Στην ωραία, φαρμακερή μου πίπα εφούμαρα
τις τελευταίες αναμνήσεις μου. Χαρτιά
έβαλα για προσάναμμα στη φωτιά,
στίχους, χειρόφραφα, βιβλία με φούμαρα.

Νεκρός, θα 'μαι σαν άθλιο ακταστάλαγμα
στη μνήμη φίλων, συμποσιαστών.
Μα θα 'χω λησμονήσει τα πλήθη των αστών,
τη δόξα, το χρήμα και το συνάλλαγμα.



SPLEEN
(Charles Baudelaire)

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί
μ' όσες μπαλάντες απαγγέλει ο γελωτοποιός του.

Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν' έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.

Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν' αφαιρέσουν,

και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπίατων ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ' αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.



ΕΠΙΛΟΓΟΣ
(Από το γαλλικό του Georges Rodenbach)

Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλοροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε -- για θάνατο νυστάζω!



Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Τσαρλς Μπουκόφσκι - Μια συνέντευξη



Μια συνέντευξη του Buk 

Στυλ είναι τα πάντα Ο διάσημος συγγραφέας σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη, η οποία δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του για πρώτη φορά στο βιβλίο του Jean-Francois Duval, μιλάει για τη σχέση του με το ποτό και το γράψιμο


Η συνέντευξη δόθηκε ένα απόγευμα Δευτέρας. Μία εβδομάδα νωρίτερα είχα λάβει από την άλλη άκρη του ωκεανού μια μικρή δακτυλογραφημένη κάρτα από τον «Μπουκ». «Συνέντευξη Ο.Κ.» έγραφε. Με άλλα λόγια, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι αποδεχόταν την πρότασή μου και με καλούσε να «διασχίσουμε τον Άδη». Το μήνυμα συμπληρωνόταν από ένα σπιρτόζικο σκιτσάκι όπως αυτά που συνήθιζε να κάνει.


Μερικές ημέρες αργότερα, υπό το φως των κεριών, παρέα με ένα μπουκάλι και τρία ποτήρια, εγώ και ο Μπουκ στον καναπέ, η Λίντα, η νεαρή, όμορφη γυναίκα του, στο πάτωμα, απολαύσαμε το κρασί και την κουβέντα. Τρεις ή τέσσερις ώρες; Τόσο περίπου διήρκεσε η συνάντησή μας. Ήταν μια ήρεμη και χαμηλών τόνων συζήτηση που κάθε τόσο διέκοπτε το γρατσούνισμα της γάτας πάνω στα αντικείμενα...

Υπάρχει μόνο αυτό το κερί στο τραπέζι για να φωτίζει. Σας αρέσει να μένετε στο σκοτάδι;
Λίντα Μπουκόφσκι: «Μήπως σας ενοχλεί;».
Όχι, όχι...
Λίντα: «Ο Χανκ προτιμά όσο το δυνατόν λιγότερο φως».
Τσαρλς Μπουκόφσκι: «Μόνο όταν πίνω».
Όταν τηλεφωνηθήκαμε μου είπατε να έρθω στις οκτώ και όχι στις δύο, όπως αρχικά είχαμε συμφωνήσει. Υπάρχει κάποιος ειδικός λόγος που αλλάξατε σχέδια;
«Ναι, υπάρχει. Τη μέρα είμαι... μισοπεθαμένος. Περιφέρομαι σαν ζόμπι. Πάντα ήμουν έτσι. Από μικρός δεν αγαπούσα τον ήλιο, το φως. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου λέει: "Μα τι έχεις; Στέκεσαι εκεί από το πρωί και κινείσαι τώρα που αρχίζει να σκοτεινιάζει". Ναι, θα έλεγα πως ήμουν φίλος της νύχτας. Η μέρα μου προκαλούσε ίλιγγο. Ετσι προτίμησα να "επανέρχομαι" τη νύχτα».
­ Νύχτες με κρασί ή μπίρα;
«Α, το νέκταρ των θεών. Το κρασί εννοώ. Υπό την επήρειά του μπορώ να γράψω για τρεις ή τέσσερις ώρες. Με το ουίσκι γίνομαι χάλια».
Σήμερα έχετε γράψει;
«Όχι, πέρασα όλη τη μέρα στον ιππόδρομο. Πιθανόν να έγραφα το βράδυ. Αλλά τώρα είστε κι εσείς εδώ».
Λυπάμαι αν σας χαλάω τα σχέδια.
(γελώντας) «Μου καταστρέψατε τη βραδιά».
Χθες γράψατε;
«Όχι, δεν έχω γράψει από προχθές».
Τι γράψατε λοιπόν;
«Στίχους. Είμαι σε ποιητική φάση κυρίως. Ελπίζω να μου περάσει σύντομα όμως. Θέλω να γυρίσω στα διηγήματα. Προς το παρόν είμαι στην ποίηση. Μη με ρωτήσετε το γιατί. Απλώς ακολουθώ το ένστικτό μου. Δεν κάνω ποτέ προγράμματα. Ο,τι είναι να έρθει, θα έρθει... Πάντως το επόμενο βιβλίο μου θα είναι μια συλλογή από ποιήματα που ελπίζω να αρέσει πολύ στον εκδότη μου».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες είστε περισσότερο γνωστός ως ποιητής ενώ στην Ευρώπη συμβαίνει το αντίθετο. Εμείς σας ξέρουμε κυρίως από τα διηγήματά σας.
«Έχετε απόλυτο δίκιο. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Εδώ οι ποιητές θεωρούνται πιο ρομαντικοί τύποι. Αν κάποιος γράφει ποιήματα, όλοι νομίζουν πως πρόκειται για κάποιον που ζει εκτός πραγματικότητας, πως θα διακρίνεται για την ευαισθησία του και τέτοια, ξέρετε... Εγώ δεν συμφωνώ καθόλου αλλά, αν οι Αμερικανοί θέλουν να σε κάνουν ποιητή, σε κάνουν. Μπορεί στα μάτια τους κάποιος που γράφει ποιήματα να είναι πιο ρομαντικός από όποιον γράφει διηγήματα. Και ποιος είναι ο μυθιστοριογράφος; Κάποιος που ξοδεύει τρία χρόνια για να γράψει κάτι! Ενας ποιητής, αντίθετα, είναι πάντα έρμαιο της δημιουργικής φλόγας του... Ισως γι' αυτό ο κόσμος έχει ανάγκη να με βλέπει ως ποιητή. Σας κάλυψα;».
­ Όχι.
«Όχι;».
Είμαστε μόνο στην αρχή.
«Καλά».
Όπως σας έδειξα, έχω έναν πάκο με ερωτήσεις.
«Ξέρετε, απλώς ανησυχούσα. Όταν τελειώνει το κρασί, σταματά και η κουβέντα... Και επειδή έχουμε μόνο δύο μποτίλιες...».
Λίντα: «Όχι, έχουμε τρεις».
Όλοι μαζί: «Ωραία, πρέπει να φτάνουν».
Το ποτό λειτουργεί ως πέπλο ψευδαίσθησης που συχνά καλύπτει την πραγματικότητα; ή μήπως, αντίθετα, αποτελεί ένα μέσο για να βλέπετε τα πράγματα με μεγαλύτερη καθαρότητα και ευκρίνεια, χωρίς παραμορφωτικούς καθρέφτες;
«Όσον αφορά εμένα, μου επιτρέπει να αποστασιοποιούμαι από τα πράγματα αλλά και να τα απολαμβάνω. Να αποκτώ πραγματικά τη συναίσθηση του πώς περνά η μία μέρα μετά την άλλη, ο ένας χρόνος μετά τον άλλο. Το να πίνει κανείς μοιάζει με... απόπειρα αυτοκτονίας που σου επιτρέπει να επιστρέφεις στη ζωή και να τη βλέπεις με άλλα μάτια. Είναι σαν να αναγεννιέσαι. Έχεις την αίσθηση ότι ζεις πολλές ζωές. Και μάλιστα ως διαφορετικός άνθρωπος. Δεν μπορώ να σας πω αν είναι καλό ή κακό. Είναι σίγουρα όμως διαφορετικό. Έτσι, π.χ., απολαμβάνω τη μία ζωή μου ως συγγραφέα και την άλλη ως πότη».
Εσείς πίνετε για να γράψετε;
«Ναι, το ποτό οπωσδήποτε βοηθά».
Είναι κάτι που σας κάνει να αισθάνεστε κοντά σε ποιητές όπως ο Βερλέν ή ο Ρεμπό; Αν και μου φαίνεται ότι ο Ρεμπό δεν είναι από τους αγαπημένους σας...
«Η ζωή αυτών των ποιητών μερικές φορές ακούγεται ενδιαφέρουσα. Δεν θα έλεγα το ίδιο και για το έργο τους. Για να είμαι ειλικρινής, οι ποιητές μού προκαλούν πλήξη. Δεν μου λένε τίποτε. Αλλά και οι συγγραφείς δεν πάνε πίσω... Σε όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να βρω κάτι ενδιαφέρον για να διαβάσω. Είναι πολύ δύσκολο να ψάξω να βρω σ' ένα βιβλίο το "Πόλεμος και Ειρήνη", γενικά Τολστόι, Σαίξπηρ... Το υλικό σήμερα είναι σκάρτο».
Ο Διογένης έψαχνε έναν άνθρωπο, εσείς ψάχνετε ένα βιβλίο;
«Δεν τον έχει βρει, έτσι δεν είναι; Ούτε εγώ λοιπόν το βιβλίο μου. Αν και ίσως να υπήρξαν έξι-επτά βιβλία που μου άρεσαν. Αλλά κανένα που να με κάνει να πω: "Τι εξαιρετικό!". Αυτό που μου αρέσει όμως είναι οι εφημερίδες. Αρχίζω από την πρώτη σελίδα και ανακαλύπτω τόσα ενδιαφέροντα πράγματα. Αρκετές φορές παίρνω από εκεί την ιδέα για ένα διήγημα. Και αν σκεφθείτε πόσο κοστίζει μια εφημερίδα... Ενώ τα βιβλία κάνουν μια μικρή περιουσία».
Ποια ήταν ωστόσο εκείνα τα έξι-επτά βιβλία που σας άρεσαν;
«Αφήστε με να σκεφθώ... Ντοστογέφσκι, όλα του τα βιβλία. Ακόμη ένα του Λουί Φερντινό Σελίν αλλά δεν θυμάμαι τον τίτλο: "Ταξίδι στο τέλος της νύχτας" ή μήπως στο τέλος του χρόνου... Πάντοτε κάνω λάθος. Τέλος πάντων, αυτό μου άρεσε. Το πήρα μαζί μου στο κρεβάτι και δεν το έκλεισα προτού φθάσω στην τελευταία σελίδα. Και ξέρετε τι είπα; "Να ένας τύπος που γράφει καλύτερα από εμένα". Χωρίς ζήλεια, όμως, αισθανόμουν ευτυχισμένος που ανακάλυψα κάποιον
πιο άξιο από εμένα».
Μα ο Σελίν έγραφε ωθούμενος από απέχθεια, μίσος. Εχετε και εσείς το ίδιο κίνητρο;
«Όχι, άλλα είναι τα δικά μου κίνητρα. Και αποστροφή και απόλαυση, αν και δεν είναι εύκολο να ονομάσεις τελικά αυτό που σε σπρώχνει στο γράψιμο. Τα συναισθήματα που σας είπα όμως είναι τα πιο συνήθη για μένα. Ουσιαστικά σε αυτό το πεδίο εξασκούμαι».
Τι σας προκαλεί αποστροφή ή χαρά;
«Περιμένετε απάντηση σ' αυτό; Αν ανακάλυπτα την αιτία, μπορεί και να μη μου συνέβαινε πια. Δεν ξέρω, δεν μου αρέσει να παίζω με τέτοιες απορίες. Παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται και δεν παριστάνω τον φιλόσοφο».
Τι είναι στυλ, κατά τη γνώμη σας;
«Το στυλ πρέπει να υπάρχει σε καθετί με το οποίο καταπιάνεται κανείς. Στυλ είναι τα πάντα. Όταν κάποιος δεν παθιάζετε με ότι κάνει, τότε σίγουρα λείπει το στυλ».
Εννοούσα το στυλ στον τρόπο γραφής σας.
«Α, εγώ κατάλαβα στη ζωή γενικότερα».
Ίσως και να μιλάμε τελικά για το ίδιο πράγμα.
«Ακούστε, αν πονοκεφαλιάζεις να βρεις το δέντρο, τελικά χάνεις το δάσος... Αυτές τις ερωτήσεις εγώ δεν τις καταλαβαίνω».
Μα το γεγονός ότι δεν έχετε βρει τα βιβλία που ψάχνετε δεν αποτελεί ζήτημα στυλ; Δεν ήταν το στυλ τους που σας απογοήτευε;
«Ναι, βέβαια. Έγραφαν πολλά αλλά δεν έλεγαν τίποτε. Και αν έλεγαν, το έλεγαν με άσχημο τρόπο. Σπατάλη σελίδων, χαρτιού... Ήταν αλήθεια μια απογοήτευση».
Ποιοι ήταν αυτοί οι «σπάταλοι»;
«Απαριθμήστε μου μερικούς και θα κρίνω».
Νόρμαν, Μίλερ, Σαίξπηρ...
«Μη συνεχίζετε! Ο Σαίξπηρ. Τον τοποθετώ στην κορυφή της λίστας». 





Από ένα κείμενο του Μπουκόφσκι:


«Όποιον και να ρωτήσετε, θα σας πει ότι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους και τα ρεμάλια... Δε τα γουστάρω εκείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια, με τη γραβάτα και την καλή δουλειά. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι, οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια, τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους. Αυτοί με ενδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις. Για μένα οι έκφυλοι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον από τους αγίους. Οι αλήτες με ξεκουράζουν, γιατί και ‘γω αλήτης είμαι. Δε γουστάρω τους νόμους, τη θρησκεία, την ηθική και τους κανόνες.
Δε γουστάρω να με φορμάρει η κοινωνία στα μέτρα της...»

Τσαρλς Μπουκόφσκι

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Venceremos - Άσιμος


Απο την παρανομη κασετα 000006 "η ζαβολια"


Αποκομμένος απ' όλους κι απ' όλα
σε μαγεμένη τροχιά
πήρα το δρόμο να φύγω μα ήρθα
τίποτα δε μ' ακουμπά
στον παράξενο μου χρόνο

Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ' αγκαλιάσω να μ' αγκαλιάσεις
να ξεγελιέσαι να ξεγελιέμαι
να σ'αγαπήσω να μ'αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι
Σα ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά
μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά
στων προσώπων μας τις ζάρες

Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες
δίχως καβάντζα καμιά
ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας
και η ψυχή μου πηδά
στου απέραντου τη ψύχρα

Θες ν' αγγίξεις την αλήθεια
για βγες απ' έξω απ' τη συνήθεια
σύρε κι έλα να με λούσεις
κι ας είμαι της καθαρευούσης
να σ' αγαπήσω να μ' αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
ασυγκίνητο σ' αφήνει

Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω ,μωρέ
μ' αυταπάτες πια δεν έχω

Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
να περπατάν σαν καβουράκια
πλάγια κι ακριβά τα χάδια
φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ' ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
Venceremos, Venceremos