Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Μανώλης Αναγνωστάκης - Επίκαιρα Ποιήματα




Ἐπίλογος

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»
Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.


Οἱ στίχοι αὐτοί

Οἱ στίχοι αὐτοὶ μπορεῖ καὶ νά ῾ναι οἱ τελευταῖοι
οἱ τελευταῖοι στοὺς τελευταίους ποὺ θὰ γραφτοῦν
Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ
αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι
Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ
σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος
Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα
καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις
Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς
νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιὸ νέοι.


Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.
Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;
Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!


Νέοι της Σιδῶνος

Κανονικὰ δὲν πρέπει νἄχουμε παράπονο
Καλὴ κι ἐγκάρδια ἡ συντροφιά σας, ὅλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά- ἀρτιμελῆ ἀγόρια
Γεμάτα πάθος κι ἔρωτα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δράση.
Καλά, μὲ νόημα καὶ ζουμὶ καὶ τὰ τραγούδια σας
Τόσο, μὰ τόσο ἀνθρώπινα, συγκινημένα,
Γιὰ τὰ παιδάκια ποὺ πεθαίνουν σ᾿ ἄλλην Ἤπειρο
Γιὰ ἥρωες ποὺ σκοτωθῆκαν σ᾿ ἄλλα χρόνια,
Γιὰ ἐπαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Γιὰ τὸν καημὸ τοῦ ἐν γένει πάσχοντος Ἀνθρώπου.
Ἰδιαιτέρως σᾶς τιμᾷ τούτη ἡ συμμετοχὴ
Στὴν προβληματικὴ καὶ στοὺς ἀγῶνες τοῦ καιροῦ μας
Δίνετε ἕνα ἄμεσο παρὼν καὶ δραστικό- κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιοῦσθε μὲ τὸ παραπάνω
Δυὸ δυό, τρεῖς τρεῖς, νὰ παίξετε, νὰ ἐρωτευθεῖτε,
Καὶ νὰ ξεσκάσετε, ἀδελφέ, μετὰ ἀπὸ τόση κούραση.
(Μᾶς γέρασαν προώρως Γιῶργο, τὸ κατάλαβες;)


Ὁ Οὐρανός

Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.


Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Fair Play

(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)
Τῷ φίλω Μ.Ἄν.
Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.
Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.
Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».
Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».
Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.

...........................................................................................
Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.




Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦὙπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτεὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδουπαραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδουκαταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνονκατ᾿ἐπιταγὴν
 τύπος νὰ μὴ γράφει ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺςφορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.




Τα Αναρχικά του Τόλη Νικηφόρου (1979)


ένα παιδί

με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
την γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θάρθει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει

κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θάθελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του


τραγούδι επιτάφιο κι επαναστατικό

γεννήθηκε ισπανός
αν έχει η φλόγα εθνικότητα

ήταν ένας απλός εργάτης
που έζησε σε τρώγλες
σε τρύπες τοίχων
και πίσω από οδοφράγματα

δεν έμαθε πολλά
να μιλάει μοναχά με τον ήλιο
να μην φοβάται τα ερείπια
έτσι να χτίζει καλύτερα

γκρέμισε τον αρχιεπίσκοπο της σαραγκόσα
ο βίαιος
πυρπόλησε τις μητροπόλεις
ο κακοποιός
χτύπησε τον βασιλιά και τις τράπεζες
ο ληστής
περιπλανήθηκε στη νότια αμερική
ο αλήτης
τέσσερα κράτη τον καταδίκασαν σε θάνατο
όμως αυτός
είχε όλα τα κράτη καταδικάσει
όλες τις κυβερνήσεις
κλαίγοντας και γελώντας σαν παιδί
μπροστά στην οδύνη του ανθρώπου

στην ισπανία γύρισε
να πολεμήσει για την επανάσταση
να καταχτήσει τη ζωή και το μέλλον
γνωρίζοντας πως θάνατος δεν υπάρχει

σκοτώθηκε στη μαδρίτη
μπροστά στην υποδειγματική φυλακή
για να μην υπάρχουν φυλακισμένοι στον κόσμο

ο μπουεναβεντούρα ντουρρούτι
σαν φλόγα καυτή
άναψε πολλές καρδιές


πένθος

πενθώ
για κείνους που πεθαίνουν σε τέσσερις τοίχους
για κείνους που ξεχάσανε
κι εκείνους που συμβιβαστήκαν

πενθώ
για τα παιδιά που εξαργυρώνουν
το ρούχο της νιότης
για τους βασανιστές και τους ηγεμόνες
όσους καταδιώκουν τη δική τους ελπίδα

πενθώ
για τις γυναίκες που δίνουν μόνον ηδονή
μέσα στη νύχτα που μακραίνει
χωρίς να θαμποφέγγει χάραμα

πενθώ ακόμα
για την ανώφελη θυσία των επιγόνων της φωτιάς
για τις θλιμμένες μέρες των δειλών
το θανάσιμο τίμημα της ήρεμης ζωής


η μουσική των ονομάτων

διαβάζω ονόματα ένα ένα
φεντερίκα μοντσένι
ελ καμπεσίνο
μιγκέλ ντε ουναμούνο
κι ύστερα
τζων κόρνφορντ
άγγλος φοιτητής πρώτος στο μέτωπο
πιέρ - εργάτης
τζιάκομο - αγρότης
αλέξανδρος - ποιητής
άγνωστος ή ανώνυμος
σκοτώθηκε
σκοτώθηκε
σκοτώθηκε εικοσιδύο χρονώ

διαβάζω φράσεις σαν διάττοντες
οι διεθνείς ταξιαρχίες στη μάχη
από πενήντα ώρες τρέξανε
αλληλεγγύη των λαών

τόση ζωή μέσα στα μνήματα
τόση φωτιά πάνω στα μάρμαρα
τόση δίψα
τόσο μεγάλο το κοιμητήριο της ισπανίας


ερωτικό

τα σκέλια σου ορίζουνε το χάος
στην κορυφή τους ξέπλεκα μαλλιά
οι νεφελοειδείς και οι γαλαξίες

πάρε με σίφουνα και καταπόντισέ με
να σπάσει του κορμιού μου το κατάρτι
ηδονικά να πλανηθώ στην άβυσσο της τίγρης
στα σπλάχνα μου να κρύβω
δημιουργία και θάνατο
συνείδηση και γνώση και κενό
στην αιώνια να βυθίζομαι καταπαχτή
και πάλι ν' αναδύομαι στο φως
ανάμεσα στο γίγνεσθαι και στην απώλεια
να ταλαντεύομαι

γράφω την τροχιά μου
τις μυστικές θύρες σου παραβιάζοντας, άπειρο
τ' απόκρυφά σου καταχτώντας και χάνοντας
να κερδίσω το φως
και πάλι να γυρίσω στο σκοτάδι
ποτέ μην αρχίζοντας
ποτέ μην τελειώνοντας
πάνω στην άσφαλτο και το μπετόν
ανασαίνοντας καυσαέρια
πίνοντας μαζούτ
με την ακλόνητη βεβαιότητα μιας πικροδάφνης
γεννιέται ταξίδι η αγάπη μου

τα μάτια της ήλιοι πυραχτωμένοι
το μέτωπό της βαθύ γαλάζιο που φωτίζεται
από μυριάδες άστρα συλλογισμών
όπου χαράζουν την τροχιά τους φωσφορίζοντας
διάττοντες
τα χέρια της χάδι αιωνιότητας
η ύπαρξη, η μετατροπή, η αναγέννηση


το ποτάμι

πορτοκαλιές όχθες
κιτρινισμένα φύλλα π' αγγίζουν το νερό

αυτό το ποτάμι
που φιδοσέρνεται στον κάμπο
είναι η ζωή μου

ήρεμο κι αργό
ένα βουβό πάθος
πυρετός για τη θάλασσα
μια λαχτάρα για τα ψηλώματα που άφησε για πάντα


διαφήμιση

σε περιοδικά και εφημερίδες
στις αφίσες του τοίχου
σε τετράγωνες οθόνες
μόνιμο το χαμόγελό σου
καθώς εξαργυρώνεις τη σαγήνη σου
προαιώνιο θηλυκό
ηγερία της κατανάλωσης
εφιάλτη της γενιάς σου
ανίδεο και συ εμπόρευμα


προσευχή δυτικόφρονος

και δώσε μου σήμερα
ροπαλοφόρε μου αφέντη
την ευτυχία του ζεστού περιστρόφου
μιας κόκα κόλα τη δροσιά
ν' αλλάζω αυτοκίνητο κάθε έξι μήνες
να αποκτήσω ψυγείο κελβινέιτορ
αυτόματο σκουπιδοφάγο
την προστασία της σαβάκ, της ντίνα, της εσά
να γίνω πάνω απ' όλα
υπάλληλος μιας πολυεθνικής σου
προοδευτικής και κερδοφόρας
άλλο δεν θέλω

εγώ
θα δώσω βάσεις και διευκολύνσεις
θα είμαι εχθρός για τους εχθρούς σου
θ' ανακατεύω λέξεις ξενικές στην ομιλία μου
θα τραγουδήσω τα τραγούδια σου

θα γίνω μια ακόρεστη αγορά
θα ζήσω με την αγωνία του χρήματος
θα βλέπω τη μοναδική διάσταση στα πράγματα

παράκληση και προσφορά μου


«σαβάκ» = SAVAK (Σαζμανέ Αμνιγιάτ Βα Ετελαατε Κεσβάρ): μυστική υπηρεσία του Ιράν που ιδρύθηκε το 1957 με τη βοήθεια της CIA ως Οργάνωση Κρατικής Ασφάλειας και Πληροφοριών με στόχο την εξουδετέρωση (έως εξολόθρευση) των πολιτικών αντιπάλων του τότε Σάχη της Περσίας.

«ντίνα» = DINA: η πολιτική αστυνομία της αιμοσταγούς χούντας (1973-1990) του Πινοσέτ που το 1973 με την υποστήριξη των ΗΠΑ ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής, Σαλβαντόρ Αλιέντε, ο οποίος ένα μήνα νωρίτερα τον είχε διορίσει αρχηγό στρατού.


ένας κοινός άνθρωπος

φόρεσε τη γραβάτα
το λευκό του πουκάμισο
τα γυαλισμένα του παπούτσια
το πρόσωπο που αρμόζει στην περίσταση
και λύγισε τη μέση

κάθε άνθρωπος το έχει κάνει αυτό
κάθε άνθρωπος έχει ξεχάσει
μόνιμα το ξεχνάει
να ψάξει μέσα του
φοβάται μην ανακαλύψει
ένα μικρό αναρχικό να κρύβεται και να του γνέφει

και τι θα γίνει τότε
η ακριβέστατα ρυθμισμένη του ζωή


ο μέγας κίνδυνος

εδώ ενεδρεύει ο μέγας κίνδυνος
πίσω από περίτεχνα μωσαϊκά
σε φώτα εκτυφλωτικά και χρώματα
κάτω από εξαίσιες τοιχογραφίες
μέσα σε πανδαισία αρωμάτων
στην κακότυχη αυλή των εμπόρων

εδώ ενεδρεύει ο μέγας κίνδυνος
όχι ασφαλώς γιατί οι φρουροί
δεν πράττουν το καθήκον τους στο ακέραιο
απρόσβλητα είναι τα τείχη
οι πύλες μέρα νύχτα κλειστές
τέλεια ρυθμισμένοι οι μηχανισμοί

εδώ ενεδρεύει ο μέγας κίνδυνος
στις σπίθες από την πυρά των βιβλίων
που κάψαν οι υποτακτικοί
όταν τους είπαν
πως αναρχία σημαίνει χάος κι έγκλημα
καταστροφή των ιερών και των οσίων

στην κακότυχη αυλή των εμπόρων
ενεδρεύει ο μέγας κίνδυνος
ο μέγας κίνδυνος των οραμάτων


επενδύσεις

χρόνια ολόκληρα δουλειάς
χρόνια μεγάλης προσμονής
είκοσι χρόνια

σε μια μακρινή γειτονιά
ένα σπίτι
τοίχοι γεμάτοι βιβλία
πάτωμα γεμάτο παιχνίδια
μπαλκόνια γεμάτα λουλούδια
παράθυρα γεμάτα φως

ένα σπίτι
πλημμυρισμένο παιδιά
απ' το ορφανοτροφείο και το άσυλο
μελαγχολικά μάτια
που αύριο θα γελάσουν
τα παιδιά μας

είμαστε πλούσιοι τώρα
είναι δικό μας
το μέλλον του κόσμου


η επανάσταση

η επανάσταση δεν έχει αρχή και τέλος
γεννιέται και πεθαίνει κάθε στιγμή
η επανάσταση κυνηγάει τη χίμαιρα
είναι ένα ποίημα με όπλο
μια μήτρα γεμάτη σπέρμα
ένας έρωτας της αρμονίας τού γίγνεσθαι
κι ακόμα είναι
ψωμί για τα παιδιά του κόσμου

η επανάσταση αγναντεύει το άπειρο


από τη συλλογή "Τα αναρχικά" 1979

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω "ποιητής" - Γώγου


Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω "ποιητής"
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν' αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μάρξ...
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί...ε;...μίαν άλλη μέρα...



Κατερίνα Γώγου