Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

Δειλινό στη γέφυρα – Τάσος λειβαδίτης

 από το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
Αποσπάσματα


Κι αν με βλέπετε να στέκομαι συχνά μπρος στον καθρέφτη δεν είναι από φιλαρέσκεια, αλλά πρέπει κάθε τόσο να διορθώνω τη θηλιά που μ’ έχουν κρεμάσει… (…)

Έπειτα γύρισα στο δωμάτιό μου, γονάτισα πίσω από τον καναπέ κι έπαιξα με τη Λουκία, τη μικρή πεθαμένη υπηρέτρια των παλιών ωραίων καιρών. (…)

Κι άξαφνα μια μέρα, όπως καθόμουν, αναπήδησα γιατί κατάλαβα πως η ζωή δεν είναι αιώνια, ήταν μάλιστα τόσοι πολλοί ηλίθιοι που μου εύχονταν στα γενέθλιά μου «χρόνια πολλά», που ξέχασα ολότελα πως μια μέρα θα πεθάνω (…)

πήγα λοιπόν και πέταξα τα λεφτά στον υπόνομο – από τότε κοιμάμαι ήσυχος. (…)

«Με συγχωρείτε, τους λέω, δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, αλλά, για το θεό, δεν βλέπετε – είναι αργά για όλα» τρόμαξαν, θέλησαν να με διώξουν, αλλά εγώ πιο γρήγορος έβγαλα τον μπαλτά που έχω πάντα κάτω από το σακάκι μου, τους άνοιξα το κεφάλι και τους έβαλα μέσα ένα κλωνάρι πασχαλιάς.
                Ίσως γι’ αυτό μιλώ μόνο το βράδυ.

(…)κι όλα αυτά προς δόξαν του μυστηρίου κι ο χαμένος χρόνος ας πάει να κρεμαστεί κι ας κρεμαστεί μαζί του κι εκείνος που τον έχασε. Κι ύστερα έρχονται και σε ρωτάνε: «σε ποιον έχω την τιμή;», «στου μουνί της αδελφής σου, βρε ηλίθιε – δε βλέπεις;»

(…)όπως τότε παιδί που οι υπηρέτριες έσκυβαν και κοίταζα με αγωνία τις δαντέλες στις άσπρες κυλότες τους(…)

(…)ω χαμηλά φώτα των τρένων, των φτηνών ξενοδοχείων, των απόμερων δρόμων ή των μικρών εκκλησιών στις εξοχές και γενικά, εκεί που οι ψυχές πηγαίνουν να λησμονήσουν λίγο, ενώ ένας ζητιάνος κάτω από ένα παράθυρο τραγουδάει βραχνά
                την εποποιία της ερημιάς.

(…)κι εγώ έπαιζα το μεγάλο ρόλο μου κλειδωμένος στη σοφίτα. Κι αργότερα συνάντησα στο διάδρομο την κυρία – Μάρθα. «Ήταν θέλημα Κυρίου, είπε. Και τώρα στο έργο μας.»

Φυσικά, από παιδί είχα πάντα τη διαίσθηση ότι ήμουν γεννημένος για κάτι πολύ μεγάλο. Τι ακριβώς; Μάλλον δεν θα το μάθω ποτέ. (…)αλλά κι εγώ με αυτό το τρέξιμο κάθε νύχτα ως την άκρη του κόσμου, το πρωί εξαντλημένος δεν μπορούσα να γράψω ούτε γραμμή – διότι, είρησθω εν παρόδω, ήμουν ένας σπουδαίος συγγραφέας. (…)