Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Καθιστές κοιλιές / Luis Cernuda (Λουίς Θερνούδα)




Ευχαριστημένοι
Όπως εκείνοι που ξέρουν
Όπως εκείνοι που κρατάν στη χούφτα τους την αλήθεια
Καλά πιασμένη για να μη ξεφύγει
Και με περηφάνια
Σαν φύλακες των ίδιων σας των εαυτών
Εξουσιάζετε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Εσείς καθιστές κοιλιές.

*

Δεν υπάρχει αέριο
Δεν υπάρχει μολύβι
Που να φουσκώνει τόσο που τόση σαβούρα να βγάζει
Σαν τη δική σας δηλητηριώδη σιγουριά
Αυτή η σιγουριά τού να νιώθετε το πανωφόρι σας
Καλοπροστατευμένο από τον πισινό σας.

*

Κοιτάτε από εδώ κι από εκεί
Χαμογελάτε ξύνοντας πονηρά το βρωμερό στόμα σας
Κι από εκεί αποφαίνεστε όπως το αρχαίο μαντείο
Φουσκωμένες ηλιθιότητες
Αποφθέγματα που στραγγίζουν ανάμεσα στις σχισμές σαν ποντίκια.

*

Φτερωτό το ρωμαλέο πόδι
Το νεανικό και ρωμαλέο πόδι
Που θα γκρεμίσει σύντομα
Αυτό το φουσκωμένο με λάσπη, κακία και αδικία πανωφόρι
Παρασέρνοντας μαζί του και τον πισινό και την κοιλιά σας
Το θλιβερό σας πρόσωπο που μολύνει τον αέρα
Τον καθαρό και δίκαιο αέρα
Όπου σήμερα ξεσηκωνόμαστε
Ενάντια σε όλους σας
Ενάντια στην ηθική σας ενάντια στους νόμους σας
Ενάντια στην κοινωνία σας ενάντια στο θεό σας
Ενάντια σε σας τους ίδιους καθιστές κοιλιές
Με ένα στέρεο στάχυ
Γι’ αυτόν που σπρώχνει τη δύναμη του από τη γη
Για να ανοίξει ο ήλιος
Για να δώσει τον καρπό του
Καρπό του μίσους και της χαράς
Φρούτο του αγώνα και της γαλήνης.

*

Η αλήθεια βρίσκεται σε αμάχη και σε αυτή σας περιμένουμε
Καθιστές κοιλιές
Τεντωμένες κοιλιές
Νεκρές κοιλιές.



*Λουίς Θερνούδα (Σεβίλη 1902-Πόλη του Μεξικού 1963)
**Δημοσιευμένο στο περιοδικό Octubre τον Απρίλη του 1934.
**Αναδημοσίευση από το http://eranistis.net/wordpress/

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Νίκος Καββαδίας. Μια "συνέντευξη"




Ο Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής της θάλασσας και των περιπλανήσεων, σε όλη του τη ζωή αρνιόταν να δώσει συνεντεύξεις. Μια φορά μόνο έδωσε συνέντευξη στο Φρέντυ Γερμανό. Εάν ζούσε και τον παίρναμε τηλέφωνο για να μας δώσει μια συνέντευξη, τι θα απαντούσε;
"Ό,τι έχω να πω είναι στα γραφτά μου".

"Ο "ιδανικός κι ανάξιος εραστής", σήμερα, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του, απαντάει στις ερωτήσεις που δεν του θέσαμε ποτέ. Με φόντο τις αναμνήσεις της αδερφής του και μια μαρτυρία του Γιώργου Ιωάννου".

- Πιστεύετε σε κάποιο Θεό;

- Ναι, στο φιλότιμο, στην καλοσύνη και στη μπέσα. 


- Τι σκεφτόσασταν τότε, στο αλβανικό μέτωπο, πλάι στο θάνατο, μέσα στη λάσπη;

- Σκεφτόμουνα τη θάλασσα, τη σιγουριά της, το γιατί ποτέ δεν τη φοβήθηκα. Να πνίγεσαι στη θάλασσα, μουρμούριζα, είναι φυσικό. Στη στεριά είναι κάτι που `χει μέσα του μπαμπεσιά. Ένιωθα την ατίμωση ενός θανάτου από γλυκό νερό μέσα στη λάσπη. 

- Τι φοβηθήκατε περισσότερο στη ζωή σας;

- Τίποτα δε φοβήθηκα τόσα χρόνια που ταξιδεύω, όσο κείνο το βράχο, που στις μαύρες καταραμένες ρίζες του παίζουνε τα Κεφαλονιτάκια κρυφτό.


Σε ηλικία 19 χρονών μπάρκαρε με φορτηγό. Από τότε, δεν σταμάτησε να ταξιδεύει, μέχρι το τέλος, για 46 ολόκληρα χρόνια.

- Περιγράψτε την καμπίνα σας, πώς ήταν;

- Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στον μπουλμέ φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα. Από τη μια άκρη ως την άλλη, σ` ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες. 

- Αγαπούσατε πολύ τη ζωγραφική. Πηγαίνατε στα μουσεία;

- Είκοσι χρόνια έφαγα για να βρω το μυστικό του Cezzane. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό. Στο Aix, στο Vallon des Lauriers, στο Estaque. Μην γελάσεις. Αν τολμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι με τούτη την πένσα. 

- Ναυτικός, ποιητής, λάτρης της ζωγραφικής και του βιβλίου. Ξέρατε απέξω όλη την ιταλική όπερα και την τραγουδούσατε, αν και φάλτσος. Πως εξηγείτε αυτό που λέμε «δημιουργία»;

- Ένας μέτριος ζωγράφος μπορεί να μας εξηγήσει με λόγια πως δουλεύει. Ένας δημιουργός ποτέ. 

- Γιατί;

- Είναι μεθυσμένος. Τότε μπορεί να πάρει στα χέρια του ένα χαρτί, ένα αδειανό πακέτο τσιγάρα, ένα μαντήλι, να το παιδέψει για λίγη ώρα συζητώντας, να το στραπατσάρει -με τον τρόπο του- και να τ` αφήσει. Αν αυτός που τα βρει έχει όραση, θα νοιώσει την πνοή, θα χαρεί τη φόρμα. Αν όχι, θα τα πετάξει στα σκουπίδια. Με καταλαβαίνεις;

Στο ένα του μπράτσο τατουάζ μια γοργόνα, στο άλλο ένα φανάρι-Hotel. Από `κείνα τα φανάρια που ξαγρυπνάνε στα λιμάνια με κόκκινο φως.

- Γράψατε για τις γυναίκες των λιμανιών, αλλά και για κάτι κορίτσια αγνά απρόσιτα, σαν εκείνο στο «Μαραμπού», που "άνθος έμοιαζε αλπικό" σαν την ορφανή Μυτιληνιά στη "Βάρδια". Κορίτσια που βρέθηκαν στο τέλος πόρνες στα λιμάνια. Μου φαίνεται ότι θέλετε να εξιλεώσετε τις πόρνες.

-Σκέφτηκες μωρέ ποτέ σου, τι χαρίζουν οι πόρνες με πενταροδεκάρες; Βάζουν απάνω τους σακατεμένους, στραβούς, καμπούρηδες, κείνους που βρωμάνε αγιάτρευτα, πούχουν μοτάρια στο κορμί τους, τρελούς, όλους όσους δε βρίσκεται καμιά γυναίκα να τους χαϊδέψει. Ζουν στο μπορντέλο. Τις λέμε δημόσιες. Τις άλλες πού `ναι απόξω, πώς πρέπει να τις φωνάζουμε; Βρες μου τη λέξη. 

- Αλήθεια, τι σημαίνει για σας «γυναίκα»;

- Οι γυναίκες. Δεκατεσσάρω χρονώ. Κι αυτές που θα γίνουν κατόπι οι χειρότερες πόρνες, κι αυτές που θα κυλιστούνε σε βρώμικα σεντόνια, στους δρόμους, στα πάρκα… και κείνες που δεν κυλιστήκανε και δεν είναι πια δεκατεσσάρω, που δεν θα πέσουνε ποτέ τους με άντρες, που δεν θα σκεφθούνε τη μοιχεία, το δόλο, την προδοσία, που δεν θα λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογημένες. 


- Πως ήταν η ζωή στα ταξίδια;

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ` ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να γυρίζει
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;" 

- Είπανε ότι ωραιοποιήσατε τη ζωή του ναυτικού.

- Άκου, λοιπόν κυρά μου... Την άλλη μέρα πας στο Σωματείο και μπαίνεις τελευταίος κάτου από διακόσιους που περιμένουνε μπάρκο. Δουλεμένος σου λέει ο άλλος. Σκατά. Σου `μειναν τρεις κι εξήντα. Ο ξέμπαρκος είναι ένα σκουπίδι. Γίνεται την άλλη μέρα. Μόλις αλαργέψει ένα μίλι από τη θάλασσα. Κάθεσαι μήνες στο παγκάκι κανενός κήπου και λυώνεις το βρακί σου. Κόβεις το τσιγάρο μισό. Τον καφέ ολάκαιρο. Σου μένει το κομπολόι. Σπάει κι αυτό και χάνεις τις μισές χάντρες. Καλύτερα σε ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Να μη σε βλέπουν οι γνωστοί και κουνάνε το κεφάλι. Να μη σε βαρεθούν οι δικοί σου. 'Ερχεται η μέρα να φύγεις. Έχεις αποκάμει ν` ανεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί και τότε αρχινάει το μαρτύριο. Σπίτι του Ναύτη, Αποδημία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιμεναρχείο... Θα με βρούνε σε τάξη; Νετάρεις. Παίρνεις την μπροστάντζα και πληρώνεις τα χρέη. Ανεβαίνεις την ανεμόσκαλα κι είσαι ψοφίμι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Και ζεις πάντα με την αγωνία πως θα σε βγάλουνε. Λόξα, θα μου πεις. Μπορεί.

- Πολλοί ναυτικοί διαλέγουνε αυτή τη δουλειά γιατί πληρώνονται καλά. Εσείς, τι σχέση είχατε με το χρήμα;

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει,
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει. 

- Γιατί τότε επιμένατε να ταξιδεύετε μέχρι το τέλος;

- Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το `καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια... Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ` ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο με κεφτέδες. Όμως, δεν αλλάζω τη δουλειά μου με τη δική σας, ούτε για μια μέρα. 

- Τι σας πρόσφερε τελικά η θάλασσα;

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Ήτανε μια φορά που είχε ξεμπαρκάρει για λίγο. Σπίτι του ήταν το σπίτι της μοναδικής αδερφής του, στην Αθήνα. Η μοναχοκόρη της κρεμότανε πάνω του. Ν` αρχίσει τις ιστορίες, τ` αστεία. Ποτέ δεν τον θυμούνται θυμωμένο, εκτός από `κείνη τη φορά. " - Θείε, εγώ θαυμάζω τους ανθρώπους με ταλέντο". "-Ταλέντο, για να ξέρεις, είναι να είσαι άνθρωπος. Αυτό λέω εγώ ταλέντο". ήταν η μοναδική φορά που τον είχε δει θυμωμένο. Επειδή είχε χωρίσει στο παιδικό μυαλό της τα ανθρώπινα πλάσματα σε σπουδαία και λιγότερο σπουδαία, σε ταλαντούχα και μη...

- Πώς είναι η ζωή στα λιμάνια;
...τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

- Στους δικούς σας δε γράφατε ποτέ για τις τρικυμίες και τους κινδύνους. Τι σκεφτόσασταν όταν το καράβι κινδύνευε;

Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία
με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;

- Αλήθεια, φοβηθήκατε το θάνατο στη θάλασσα;

- Καβούρια που μυρίζουνε βούρκο. Να `ναι τούτη η στερνή γυναίκα που πέφτω μαζί της; Πόσοι τόχουνε φοβηθεί... Δε φοβάμαι μόνον εγώ. Είναι κι άλλοι, μα δεν το μολογάνε. Το `χω διαβάσει στα μάτια τους. Άν περιμένεις να σου μιλήσουν οι θαλασσινοί, να σου ανοίξουν την καρδιά τους, πρόκοψες... Η αλήθεια γρουσουζεύει. Τη λέμε που και που μοναχοί, από μέσα μας και πάλι φοβόμαστε.

- Και για το χωρισμό, τι λέτε;

- Το χωρισμό τον προσωρινό ή τον αιώνιο;
Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; - Ματώνει, δε σκοτώνει.
Ποιος είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές.


Σημείωση: Τα αποσπάσματα "απαντήσεις" του Ν. Καββαδία είναι από τα έργα του "Mαραμπού (1933), Πούσι (1947), Bάρδια (1954), Tραβέρσο (1975), Tου πολέμου- Στο άλογό μου (1987) και Λι (1988).

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ray Carver Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη (μια βραδιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι)




Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
(μια βραδιά με τον Τσαρλς Μπουκόφσκι)

Εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη είπε ο Μπουκόφσκι
κοιτάξτε με είμαι 51 χρονών
κι είμαι ερωτευμένος με τούτην εδώ την πιτσιρίκα
την έχω πατήσει άσχημα αλλά κι αυτή δεν πάει πίσω
οπότε είναι εντάξει φίλε έτσι πρέπει να γίνεται
Μπαίνω στο αίμα τους και δεν μπορούν να με βγάλουν από κει
Δοκιμάζουν τα πάντα για να γλιτώσουν από μένα
μα όλες τους γυρίζουνε στο τέλος
Όλες τους γυρίζουνε σε μένα εκτός
από εκείνη που έθαψα
Έκλαψα γι’ αυτήν
μα έκλαιγα εύκολα εκείνη την εποχή
άσε φίλε μη μου βάλεις να πιω τίποτα σκληρό
Γίνομαι κακός τότε
Θα μπορούσα να κάτσω εδώ και να πίνω μπίρα
με σας τους χίπηδες όλη τη νύχτα
θα μπορούσα να πιω δέκα λίτρα από τούτην εδώ την μπίρα
σαν να ‘τανε νεράκι
Βάλε με όμως να πιω κανά σκληρό ποτό
και θ’ αρχίσω να πετάω κόσμο έξω από τα παράθυρα
θα πετάξω τους πάντες έξω από το παράθυρο
Το ‘χω κάνει αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Δεν ξέρετε γιατί δεν ήσασταν ποτέ
ερωτευμένοι είναι απλό
Εγώ έχω τούτην εδώ την πιτσιρίκα και είναι όμορφη
Με φωνάζει Μπουκόφσκι
Μπουκόφσκι λέει με τη σιγανή της φωνή
κι εγώ λέω Τι
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Και σας λέω τι είναι
μα εσείς δεν ακούτε
Δεν υπάρχει ούτε ένας από σας σε τούτο δω το δωμάτιο
που θ’ αναγνώριζε την αγάπη ακόμη κι αν σηκωνόταν
και του τον κάρφωνε στον κώλο
Είχα κάποτε την εντύπωση πως οι αναγνώσεις ποίησης δεν έχουν κανένα νόημα
Και δες τώρα είμαι 51 χρονών κι έχω τριγυρίσει αρκετά
Ξέρω πια ότι δεν έχουν κανένα νόημα
μα λέω στον εαυτό μου Μπουκόφσκι
το να πεθαίνεις της πείνας είναι ακόμη περισσότερο χωρίς νόημα
Οπότε να ‘σαστε εδώ και τίποτε δεν είναι όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι
Αυτός ο τύπος ο πώς τον λένε ο Γκάλγουεϊ Κίνελ
Είδα τη φωτογραφία του σε κάποιο περιοδικό
Έχει ωραία φάτσα δεν λέω
μα είναι δάσκαλος
Χριστέ μου το φαντάζεσαι
Μα εδώ που τα λέμε κι εσείς δάσκαλοι είσαστε
να λοιπόν που σας προσβάλλω κι από πάνω
Όχι δεν έχω ακούσει τίποτε γι’ αυτόν
ούτε καν τον ίδιο
Όλοι τους είναι τερμίτες
Μπορεί να είναι εγωιστικό που δεν πολυδιαβάζω πια
μα τούτοι οι άνθρωποι που χτίζουνε
τη φήμη τους σε πέντ’ έξι βιβλία
είναι τερμίτες
Μπουκόφσκι μού λέει
Γιατί ακούς όλη την ημέρα κλασική μουσική
Μπορείτε να την ακούσετε που το λέει, ε
Μπουκόφσκι γιατί ακούς κλασική μουσική όλη την ημέρα
Σας ξαφνιάζει αυτό, έτσι δεν είναι
Πού να το φανταστείτε πως ένας άξεστος μπάσταρδος σαν εμένα
θα μπορούσε ν’ ακούει κλασική μουσική όλη την ημέρα
Μπραμς Ραχμάνινοφ Μπάρτοκ Τέλεμαν
Σκατά δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω εδώ πέρα
Είναι πολύ ήσυχα εδώ πέρα πάρα πολλά δέντρα
Εμένα μου αρέσει η πόλη αυτός είναι τόπος για μένα
Βάζω την κλασική μου μουσική κάθε πρωί
και κάθομαι μπροστά στη γραφομηχανή μου
Ανάβω ένα πούρο και το καπνίζω να έτσι δέστε
και λέω Μπουκόφσκι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
Μπουκόφσκι πέρασες μεσ’ απ’ όλα
κι είσαι ένας τυχερός άνθρωπος
και ο γαλάζιος καπνός σέρνεται επάνω στο τραπέζι
κι εγώ κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο τη λεωφόρο Ντελόνγκπρι
και βλέπω κόσμο να πηγαίνει πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο
και φουμάρω το πούρο μου να έτσι
και μετά ακουμπάω το πούρο στο τασάκι μου κάπως έτσι
παίρνω βαθιά ανάσα
και ξεκινάω να γράφω
Μπουκόφσκι λέω αυτό είναι η ζωή
είναι καλό να είσαι φτωχός είναι καλό να έχεις αιμορροΐδες
είναι καλό να είσαι ερωτευμένος
Μα εσείς δεν ξέρετε πώς είναι αυτό το πράγμα
Δεν ξέρετε πώς είναι να είσαι ερωτευμένος
Αν μπορούσατε να την δείτε θα ξέρατε τι εννοώ
Πίστευε πως θα ‘ρθω εδώ πέρα και θα το ρίξω αμέσως στο πήδημα
Έτσι απλώς το ‘ξερε
Και μου το ‘πε ότι το ‘ξερε
Σκατά είμαι 51 χρονών κι αυτή ‘ναι 25
είμαστε ερωτευμένοι και αυτή ζηλεύει
Χριστέ μου είναι όμορφα
είπε πως θα μου ‘βγαζε τα μάτια αν ερχόμουν εδώ πέρα και πήγαινα να πηδήξω
Να λοιπόν αυτό είναι για σας η αγάπη
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας γι’ αυτήν
Ακούστε να σας πω κάτι
Συνάντησα ανθρώπους στη φυλακή που είχαν περισσότερο στυλ
απ' όσους τριγυρίζουν στα πανεπιστήμια
και πηγαίνουν σε αναγνώσεις ποίησης
Αυτοί ‘ναι βδέλλες που ‘ρχονται για να δουν
αν είναι βρόμικες οι κάλτσες του ποιητή
ή αν μυρίζουν οι μασχάλες του
Πιστέψτε με δεν θα τους απογοητεύσω
Μα θέλω να θυμάστε τούτο
μόνο ένας ποιητής βρίσκεται απόψε σε τούτο το δωμάτιο
μόνο ένας ποιητής σε αυτή την πόλη απόψε
ίσως μόνο ένας αληθινός ποιητής σε αυτή τη χώρα απόψε
κι αυτός είμαι εγώ
Τι ξέρετε εσείς ο οποιοσδήποτε από σας για τη ζωή
Τι ξέρει οποιοσδήποτε από σας για οτιδήποτε
Ποιος απ’ όλους σας εδώ μέσα έχει απολυθεί ποτέ από κάποια δουλειά
ή έχει χτυπήσει άγρια τη γυναίκα του
ή τον έχει χτυπήσει η γυναίκα του
Μ’ έχουν απολύσει απ’ το Sears and Roebuck πέντε φορές
Μ’ απολύανε κι ύστερα με ξαναπροσλαμβάνανε
Δούλευα αποθηκάριος γι’ αυτούς όταν ήμουν στα 35 μου
κι ύστερα με μπαγλαρώσανε γιατί τάχα έκλεβα μπισκότα
Ξέρω πώς είναι αυτό το πέρασα
Είμαι 51 χρονών τώρα κι είμαι ερωτευμένος
Και τούτη εδώ η πιτσιρίκα λέει
Μπουκόφσκι
κι εγώ λέω Τι και αυτή μου λέει
Νομίζω πως είσαι ένα μάτσο σκατά
κι εγώ της λέω μωρό μου μόνο εσύ με καταλαβαίνεις
Είναι η μόνη γυναίκα στον κόσμο
άντρας ή γυναίκα
απ’ την οποία θα το δεχόμουν αυτό
Μα εσείς δεν ξέρετε τι είναι η αγάπη
Στο τέλος όλες τους γυρίζουν πάλι σε εμένα
η καθεμιά απ’ αυτές γυρίζει
εκτός από κείνη που σας είπα
εκείνη που έθαψα
Ήμασταν μαζί εφτά χρόνια
Και συνηθίζαμε να πίνουμε πολύ
Βλέπω κανά δυο δαχτυλογράφους σε τούτο το δωμάτιο μα
Δεν βλέπω κανέναν ποιητή
Δεν εκπλήσσομαι
Πρέπει να έχεις ερωτευτεί για να γράψεις ποίηση
κι εσείς δεν ξέρετε τι σημαίνει να είσαι ερωτευμένος
αυτό είναι το πρόβλημα με σας
Για δώσε μου λίγο από αυτό το πράγμα
Έτσι μπράβο όχι πάγο ωραία
Έτσι είναι καλά είναι ωραία έτσι
Άντε λοιπόν ας τελειώνουμε με τούτη την παράσταση
Ξέρω τι είπα μα θα πιω άλλο ένα
Από τούτο το ωραίο πράγμα
Εντάξει κι ύστερα φύγαμε ας ξεμπερδεύουμε πια
μόνο μετά μην πάει κανείς και σταθεί κοντά
σε κανένα ανοιχτό παράθυρο

Ρέι Κάρβερ
(μτφ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος)



Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Μια αδημοσίευτη συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη




MANΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ: Ο τελευταίος επιζών

Μια αδημοσίευτη στην Ελλάδα συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη που δόθηκε στον κύπριο ποιητή και δημοσιογράφο Χρήστο Μαυρή. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε σε δυο συνέχειες στην εφημερίδα «Τα Νέα» της Λευκωσίας, στις 24 Ιουλίου 1984. Αργότερα, το 1990, αποτέλεσε το δεύτερο σκέλος στο μικρό δοκίμιο του Χρ. Μαυρή, «Ο τελευταίος επιζών. Σπουδή στην ποίηση του Μαν. Αναγνωστάκη». Κρίνοντας πως οι απόψεις που διατυπώνει ο Μ. Αναγνωστάκης παρουσιάζουν ενδιαφέρον αναδημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα.


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΖΩΗ


Οι σχέσεις Τέχνης και ζωής μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φθάσουν; Ας πάρουμε, όμως, εδώ σαν δεδομένο την ποίησή σας που, χωρίς δισταγμό, μπορώ να ισχυριστώ πως είναι ένα βιογραφικό χρονικό. Ο ίδιος μάλιστα, για να θυμηθούμε τα «Αντιδογματικά» κείμενά σας, ομολογείτε πως η παιδεία σας είναι «εμπειρική».

Κοίταξε. Εξωτερικά φαίνεται ότι η ποίηση διαχωρίζεται από τη ζωή. Ή, η Τέχνη διαχωρίζεται από τη ζωή. Αυτό με την τρέχουσα, με την κοινή αντίληψη και με τα τρέχοντα μέτρα. Γι’ αυτό πολλοί εκπλήσσονται πως ένας άνθρωπος μπορεί να γράφει έτσι και να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Δηλαδή να είναι διαφορετικός σαν άνθρωπος και διαφορετικός σαν καλλιτέχνης. Αυτό είναι με τα κοινά, τα καθημερινά μέτρα.

Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ταύτιση του ανθρώπου με το έργο του. Άλλες φορές αυτό το πράγμα εμφανίζεται σαν ένα ενιαίο σώμα και αναγνωρίζει τον ποιητή ή τον δημιουργό ή τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο και, άλλοτε, δεν μπορεί το πράγμα αυτό να γίνει καταληπτό από την κοινή αντίληψη. Μέσα του, όμως, του ποιητή ή του καλλιτέχνη γενικότερα έχουν έλθει αντιφάσεις. Στην εξωτερική ζωή εκδηλώνει ορισμένα πράγματα τα οποία είναι σύμφωνα με την κοινή αντίληψη. Αυτά που βάζει μέσα του, τα οποία είναι εξίσου πραγματικότητα της ζωής του, δεν εκδηλώνονται με τα κοινά μέτρα.

Στην πραγματικότητα όμως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, από τα βιώματά του, τα οποία μπορεί να μην είναι εντελώς προσωπικά του βιώματα. Να είναι βιώματα άλλων τα οποία αφομοίωσε ο ίδιος. Αλλά προσωπικά δεν νομίζω πως μπορεί να ξεφύγει.

Η εποχή συμβάλλει σ΄ αυτό το φαινόμενο;

Οπωσδήποτε συμβάλλει η εποχή. Υπάρχουν εποχές που αντικειμενικά, ιστορικά μπορείς να πεις, είναι πιο έντονα φορτισμένες από τις άλλες. Αν σκεφθεί κανείς ότι όλη η κατοχή και όλη αυτή η περίφημη Αντίσταση υπήρξε μόνο τρία, τριάμισι χρόνια (είναι ένα διάστημα πάρα πολύ μικρό), και ότι από τη μεταπολίτευση μέχρι τώρα έχουν περάσει δέκα χρόνια – εάν μετρούμε το χρόνο έτσι από πλευράς ουσιαστικών γεγονότων – τα τρία χρόνια εκείνα είχαν συμπυκνώσει μια τεράστια πείρα της ζωής την οποία δεν μπόρεσαν να γεμίσουν τα δέκα πρόσφατα χρόνια. Αυτή είναι η άποψή μου.

Μέσα στο έργο σας, με βοηθητικό στοιχείο πάντοτε τη μνήμη, επανέρχεται ο θάνατος. Συγκεκριμένα ο θάνατος των άλλων. Για να γίνω πιο σαφής, εννοώ το θάνατο των φίλων σας. Ουσιαστικά μέσα από το έργο σας προβάλλετε σαν Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΠΙΖΩΝ από μια αποδεκατισμένη ομάδα συντρόφων σας ή καλύτερα, σαν ο δημιουργός που δεν έχει γύρω του τους πρώτους φίλους του. Εντούτοις όμως εξακολουθείτε να υπάρχετε και σαν ποιητής, αλλά και σαν μαχητής. Η ισορροπία σας αυτή πώς εξασφαλίζεται κ. Αναγνωστάκη;

Κατ’ αρχήν είναι πολύ εγωιστικό και δεν το δέχομαι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, να πω ότι εκφράζω έστω και μια ομάδα ανθρώπων ή μια ομάδα συντρόφων ή πολύ περισσότερο, μια εποχή. Κανείς δεν εκφράζει μόνος του μια εποχή. Δεν νομίζω. Υπάρχουν πολλοί που εκφράζουν εκφάνσεις μιας εποχής.


Τώρα, το ότι υπάρχει το στοιχείο του θανάτου μέσα στο έργο μου είναι γιατί όλα αυτά τα χρόνια ζήσαμε τον θάνατο. Από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων μέχρι την ωριμότητά μας έχουμε ζήσει το θάνατο γύρω μας.


Δηλαδή κύριε Αναγνωστάκη, ο θάνατος λειτουργεί σαν βίωμα μέσα σας;


Ναι, λειτουργεί σαν βίωμα. Λειτουργεί σαν βίωμα αλλά όχι σαν μια μεταφυσική αγωνία ή σαν μια μεταφυσική λύση – υπαρξιακή λύση αν θες, υπαρξιακό πρόβλημα. Αλλά λειτουργεί. Άμεσα από τα καθημερινά λειτούργησε και ο θάνατος των άλλων και ο δικός μου θάνατος. Αλλά όταν λέω θάνατος δεν εννοώ μονάχα το φυσικό θάνατο. Είναι πολύ απλό να εννοήσει κανείς το φυσικό θάνατο από μόνο του. Να εννοήσει και τον ιδεολογικό θάνατο – την πτώση, ας πούμε, το μαρασμό γενικά γύρω σου (όταν το νοιώθεις), την ξηρασία. Λοιπόν, δεν είναι μόνο ο βιολογικός θάνατος.


Ρωτάς, επίσης, πώς συνεχίζω να λειτουργώ. Κατ’ αρχήν δεν πιστεύω πως λειτουργώ σαν ποιητής. Έχω πάψει προ πολλού να γράφω ποιήματα και το ξέρεις αυτό πράγμα. Δεν λειτουργώ. Δεν αισθάνομαι, δηλαδή, ότι γράφω. Ούτε αυτά τα οποία έχω γράψει τώρα, τα μικρά. Εννοώ το «ΥΓ.».


ΤΟ «Υ.Γ.»


Αυτά στο «Υ.Γ.» ήταν παλιά παραγωγή;

Όχι, δεν είναι παλιά παραγωγή, αλλά αυτό το πράγμα, δεν είναι και παραγωγή εντελώς πρόσφατη. Δεν είναι πρόσφατη εντελώς. Είναι πράγματα γραμμένα κατά διαστήματα, τα τελευταία χρόνια.


Πάντως ήλθαν να συμπληρώσουν ένα κεφάλαιο.


Δεν ξέρω αν ήλθαν να συμπληρώσουν ένα κεφάλαιο. Ούτε ξέρω αν είναι ποίηση. Γι’ αυτό και δεν τα χαρακτηρίζω και γι’ αυτό τα έβγαλα σ’ έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων – σαν ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ, ας πούμε, σε φίλους χωρίς να έχουν καμιά φιλοδοξία και αξίωση κριτικής. Ασχέτως τώρα αν έγιναν ορισμένες κριτικές.
Λοιπόν, έχω την εντύπωση – από πολλά χρόνια μέσα μου και το έχω διατυπώσει στο γράψιμό μου αυτό το πράγμα – ότι δεν λειτουργώ. Δηλαδή δεν λειτουργώ σαν ποιητής με ό, τι έχω γράψει ....

Μήπως δεν υπάρχει κυοφορία μέσα σας;

Ακριβώς, μέσα μου δεν υπάρχει καμιά κυοφορία ποιητική. Κι αν θες ακόμα να σου απαντήσω λίγο προκλητικά: Δεν με ενδιαφέρει πια η ποίηση.


Αυτό είναι λόγω κινήτρων;


Όχι, δεν με ενδιαφέρει. Επειδή πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι ούτε επάγγελμα ούτε κάτι το μόνιμο στην ανθρώπινη ζωή.


Θεωρείτε τότε ότι εκπληρώθηκε η αποστολή σας.


Θεωρώ ότι ήταν δεμένη με μια εποχή. Ότι ήταν δεμένη με ορισμένα βιώματα. Από εκεί και πέρα δεν αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω αυτά τα πράγματα ξανά – πάλι με τον ίδιο τρόπο ή, καινούργια πράγματα να τα εκφράσω με ποιητικό τρόπο. Δεν αισθάνομαι αυτή την ανάγκη. Ήταν όπως ένας ισχυρός ερωτικός δεσμός ο οποίος λήγει. Ο οποίος λήγει, δεν σημαίνει πως είναι αιώνιος. Νομίζουν πως είναι αιώνιος. Όμως δεν είναι αιώνιος, λήγει αυτός ο ερωτικός δεσμός.


Από εκεί και πέρα ή διατηρείς μια φιλική συμπάθεια στο πρόσωπο (έχεις φιλικές σχέσεις) ή αποξενώνεσαι τελείως. Εγώ διατηρώ φιλικές σχέσεις. Δεν αποξενώθηκα τελείως. Έτσι διατηρώ φιλικές σχέσεις με την ποίηση και με την ποίηση των άλλων. Αλλά όχι σχέσεις άμεσες, καθημερινές. Δηλαδή όχι βιωματικές σχέσεις. Αυτό να μην θεωρηθεί από μερικούς ότι σνομπάρω, κατά κάποιο τρόπο, την ποίηση. Δεν τη σνομπάρω. Ίσως είναι το αντίθετο, επειδή βάζω πολύ ψηλά την ποίηση. Νομίζω ότι για να εκφρασθεί κανείς με ένα στίχο που να ξεπερνάει αυτά τα οποία έχει γράψει ως τώρα είναι μεγάλη δουλειά. Εάν θέλω αυτή τη στιγμή μπορώ να σου βγάλω πέντε συλλογές.

Μήπως αντιλαμβάνεστε ότι ο ήλιος της ποίησής σας ανέβηκε ψηλά και θέλετε να τον κρατήσετε εκεί ψηλά;

Όχι! Όχι από υστεροβουλία. Δεν το κάνω από υστεροβουλία. Αλλά ότι έχει εξαντληθεί το απόθεμα. Από εκεί και πέρα όμως ξέροντας το υλικό, ξέροντας το metie, αυτό που λέμε δηλαδή τη δουλειά – το πώς δουλεύεται μια Τέχνη υπάρχει μια τεχνική, είναι και μια ηθοποιία, μια προσποίηση, και μια Τέχνη και τεχνική συγχρόνως – μπορεί κανένας, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του να γράψει άλλες πέντε συλλογές και να δώσει πάλι τα ίδια πράγματα.

Εγώ θέλω, αν δώσω κάτι, να είναι κάτι παραπάνω. Δηλαδή, τίποτα δεν αποκλείεται, εάν ζήσω, να γίνει μετά από πέντε χρόνια. Απλώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια τώρα, δεν αισθάνομαι την ανάγκη να εκφρασθώ ποιητικά.


ΣΑΝ ΑΥΤΟΔΙΔΑΚΤΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ


Θέλω να σας ρωτήσω αν υπήρξαν έργα ή συγγραφείς που σας δίδαξαν κάτι στην Τέχνη σας.

Κατ’ αρχήν – το έχω πει κι άλλες φορές και το έχω γράψει αυτό το πράγμα – δεν έχω προβληματιστεί ιδιαίτερα πάνω στην ποίηση. Δεν με απασχόλησε πάρα πολύ το θέμα της γραφής. Δηλαδή αυτό που λέμε τεχνική. Αυτό που λέμε να γράψω και να σχίσω, να ξαναγράψω και να σχίσω για να πάρω διδάγματα το πώς γράφεται ένα ποίημα. Είμαι σαν ένας ζωγράφος αυτοδίδακτος ο οποίος είδε μετά πολλά. Είδε πολύ ζωγραφική και πράγματα που τα έχει ανακαλύψει ο ίδιος. Μόνος του τα έχει ανακαλύψει αυτά τα πράγματα! Είδε ότι αυτά τα πράγματα υπάρχουν και σ΄ άλλους ποιητές.


Άλλο θέμα τώρα εάν με επηρέασαν ποιητές. Είναι βέβαιο ότι με επηρέασαν πάρα πολλοί ποιητές. Χωρίς να ξέρει κανένας και ποιοι τον επηρέασαν ουσιαστικά. Εκείνο που σου αποκλείω (εκείνο που θέλω να σου πω) είναι ότι δεν υπάρχει ποιητής τον οποίο έβαλα πάρα πολύ ψηλά και τον θεωρώ σαν πρότυπο για να πω θα του μοιάζω ή, αυτόν θα τον μιμηθώ ή θα τον αντιγράψω ή θ’ ακολουθήσω το άστρο του. Έτσι, αυτό το πράγμα δεν συνέβη σε μένα.


Υπήρξαν πιστεύω ποιητές που υπερβολικά θαυμάζω αλλά να μην μ’ έχουν επηρεάσει τόσο πολύ, αντίθετα με άλλους που τους αγαπώ αλλά δεν τους θαυμάζω υπερβολικά. Ένα παράδειγμα είναι ο Κάλβος τον οποίο θεωρώ το μεγαλύτερο ποιητή που έβγαλε η ελληνική γλώσσα, αλλά δεν νομίζω πως μ’ επηρέασε. Αντίθετα με επηρέασαν ποιητές που μπορεί να θεωρηθούν ήσσονες – το ήσσονες και μείζονες με την έννοια ότι στο μείζων τα θέματά του είναι μείζονα, κατά κάποιο τρόπο, ενώ οι άλλοι είναι πιο κλειστού χώρου. Αυτό εννοώ λέγοντας ήσσονες ποιητές. Δεν σημαίνει πως αξιολογικά ο ένας είναι πιο μεγάλος από τον άλλο – όπως π.χ. ο Καρυωτάκης ή ο Σεφέρης, που τους διάβασα νεότατος. Αυτοί έχω την εντύπωση ότι μ’ επηρέασαν.


Επίσης και ο πρώτος Ρίτσος με επηρέασε αρκετά, στα πρώτα ποιήματά του. Ο πρώτος Ρίτσος, δηλαδή ο προπολεμικός όπως στο «Τραγούδι της αδελφής μου», το «Εμβατήριο του Ωκεανού» κ.λπ. Επίσης, με έχουνε επηρεάσει πολύ οι Γάλλοι! Η παιδεία μου υπήρξε γαλλική ως ένα χρονικό διάστημα. Ο Απολλιναίρ αλλά και οι συμβολιστές! Είναι βλέπεις πράγματα λίγο αντιφατικά. Μικρός έχω διαβάσει πάρα πολύ ποίηση. Ελληνική και γαλλική αλλά αυτό το πράγμα, δεν σημαίνει ότι μετά έγραψα. Ήδη έγραφα τα οποία δεν τάχω αποκηρύξει. Τα θέματά μου στην πρώτη μου συλλογή ήταν μέχρι το 1942. Το 1942 ήμουνα δεκαεφτά χρόνων. Αυτά τα θέματα δεν τα ’χω αποκηρύξει.


ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ


Υποστηρίζουνε κ. Αναγνωστάκη πως ο συγγραφέας πρέπει να υπηρετεί το ιδεολογικό συμφέρον. Θάθελα νάχω την άποψή σας – αν μπορείτε φυσικά – γύρω από αυτή τη θέση.

Εγώ θα σου απαντήσω λίγο ωμά. Ο συγγραφέας δεν υπηρετεί τίποτα. Γιατί αν βάλουμε τη λέξη «υπηρετώ» ή τη λέξη «στράτευση» που θυμίζει λίγο στρατό – σημαίνει πειθαρχία, σημαίνει αυτό το πράγμα ή εκείνο και τα λοιπά σημαίνει ακόμη κατ’ επιταγή, σημαίνει κατ’ εντολή, ότι θες – δεν μπορεί να είναι πραγματικός καλλιτέχνης. Και προπαντός, η στράτευση που λέμε και η συμμετοχή στα κοινά και η ιδεολογική θέση, όλα αυτά τα πράγματα βγαίνουν μέσα από το έργο του χωρίς να έχει την πρόθεση ο ίδιος να τα βγάλει.
Αλλά επειδή ο ίδιος εάν πραγματικά ανήκει κάπου ιδεολογικά – και όταν λέμε ανήκω κάπου ιδεολογικά δεν σημαίνει ότι ανήκω κάπου επειδή ψηφίζω κάτι. Ανήκω σε κάτι το οποίο είναι διαμορφωμένο σε μια βιοθεωρία, σε μια κοσμοαντίληψη και βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Λοιπόν μια ιδεολογία, μια κοσμοθεωρία ή μια θρησκεία δεν είναι απλώς ότι ψηφίζω αυτό ή εντάσσομαι εκεί. Εάν πραγματικά το βιώνεις αυτό το πράγμα βγαίνει μόνο του.


Τι έχετε να πείτε, όμως γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι εσύ είσαι καθοδηγητής μιας ιδεολογίας; Θα σας φέρω εδώ σαν παράδειγμα τον Γιάννη Γαλανό. Διάβαζα τελευταία το βιβλίο του: «Οι σύντροφοι, μια προσωπογραφία της αριστεράς». Κατά λέξη γράφει κάπου τα εξής: «Αφήστε τον Αναγνωστάκη να λέει. Αλλοίμονο αν οι ποιητές καθόριζαν την πολιτική μας». Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι ο άνθρωπος αυτός έχει μια τέτοια αντίληψη. Δηλαδή ότι εσύ είσαι καθοδηγητής μιας ιδεολογίας με τη στενή έννοια.


Όχι, δεν είμαι. Κατ’ αρχήν να ξεχωρίσουμε τον άνθρωπο εδώ, στην περίπτωση αυτή. Δηλαδή όταν ζητάμε από έναν άνθρωπο να συμμετέχει στα κοινά είναι απαίτηση την οποία έχουμε από κάθε άνθρωπο την οποία πρέπει να έχει και ο κάθε καλλιτέχνης. Το βάρος, τώρα, το οποίο έχει αποχτήσει ή το κύρος το οποίο έχει αποχτήσει, είτε σαν καλλιτέχνης, είτε σαν επιστήμονας, είτε σαν εφευρέτης, είτε σαν αθλητής, οτιδήποτε είναι αυτό το πράγμα, θα πρέπει να το ρίχνεις στον πολιτικό στίβο ή στον κοινωνικό στίβο.
Αλλά κανείς δεν μπορεί να του επιτάσσει ή να του υποβάλλει ότι πρέπει και την Τέχνη του να τη θέσει στην υπηρεσία, στην άμεση υπηρεσία του λαού του. Στην υπηρεσία υπάρχει, αλλά δεν τη βάζεις άμεσα. Όπως είπε – δεν θυμάμαι τώρα ποιος το είπε – ένας σοβιετικός, νομίζω, το είπε γύρω στο 1920: «Ο πολιτικός (ο αγκιτάτορας) έχει σαν στόχο να μιλάει μια γλώσσα κατανοητή στη μάζα, για να μπορέσει να την προωθήσει λίγο πιο μπροστά. Αυτή την υποχρέωση δεν την έχει ο καλλιτέχνης. Αντίθετα, πρέπει να κάνει τη μάζα αυτή να ξεχάσει τη γλώσσα που ήξερε. Να της μάθει μια καινούργια γλώσσα η οποία στην αρχή μπορεί να φαίνεται τελείως ακατανόητη. Να μην συμμορφώνεται με τα γούστα ή με τη διαμορφωμένη αντίληψη πάνω στο καλλιτεχνικό φαινόμενο της μάζας. Γιατί, αυτό, μπορεί να είναι διαμόρφωση η οποία ανήκει σε άλλο κόσμο και άλλο χώρο. Πρέπει οπωσδήποτε να της μάθει μια καινούργια γλώσσα. Θα αντιδράσει στην αρχή αλλιώς, το αντίθετο, είναι ο περίφημος λαϊκισμός.


Όμως ο πολιτικός πρέπει να είναι ως ένα σημείο λαϊκιστής. Αναγκαστικά πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα που ξέρει για να προωθηθεί. Επειδή ο καλλιτέχνης δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, δηλαδή τη δυνατότητα της άμεσης επαφής, της συζήτησης και της διαλεχτικής, αλλά έχει απλώς το έργο του, δεν μπορεί να κολακεύει το αισθητικό επίπεδο της μάζας σε κάθε στιγμή. Πρέπει να έρχεται και σε κόντρα με το δοσμένο αισθητικό επίπεδο της μάζας για να το προωθήσει σε κάτι καινούργιο.


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ο Γάλλος διανοούμενος Jean Paul Sartre δήλωνε ότι: «η αλήθεια είναι επαναστατική, οι μάζες έχουν το δικαίωμα της αλήθειας», και πολύ συχνά κατάφευγε στον Τύπο. Με διάφορα μαχητικά άρθρα και επιφυλλίδες το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και από εσάς σήμερα. Πιστεύετε ότι ο Τύπος μπορεί να επαναστατικοποιήσει τις μάζες και ότι αυτός ο τρόπος είναι ο πιο κατάλληλος σήμερα;

Όχι, δεν είναι ο πιο κατάλληλος. Είναι ένας τρόπος και εξαρτάται σε ποια βαθμίδα, ποια μορφή επαναστατικότητας ζητάμε. Εγώ νομίζω πως η επαναστατικότητα, η επαναστατική διάθεση των μαζών δεν διαφέρει μόνο χρονικά από μια εποχή στην άλλη. Διαφέρει και στην ίδια εποχή από γεωγραφικούς τόπους και χώρες. Στην Κύπρο, σήμερα, υπάρχει ένα φοβερό, ας πούμε, πρόβλημα εθνικής επιβίωσης και συμβίωσης όπου τα πάντα μπορούν να υπαχθούν και να θυσιαστούν στο καθήκον της εθνικής επιβίωσης. Γιατί χωρίς εθνική επιβίωση δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πνευματική ούτε πολιτιστική ζωή. Τίποτα.
Αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρχε κάποτε. Στην Ελλάδα υπήρχε την εποχή των συνταγματαρχών. Όχι, πάλι, σε όλο τον κόσμο. Αλλά υπήρξε σε ορισμένους ανθρώπους το αίτημα ότι όλα πρέπει να συγκλίνουν στον αγώνα αυτό. Δηλαδή στο να φύγει η Χούντα. Να πέσει η Χούντα. Σήμερα δεν υπάρχει τέτοιο άμεσο πρόβλημα.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, σε οποιοδήποτε χρόνο και τόπο να μιλάμε για την ίδια μορφή της επανάστασης. Και, εκεί, νομίζω, είναι το λάθος ορισμένων ανθρώπων και ορισμένων αριστεριστών οι οποίοι θέλουν να έχουν μια ρομαντική αντίληψη ενώ ο τόπος που ζούνε αυτό το πράγμα δεν το σηκώνει. Σε άλλους τόπους ίσως ναι.

Από πλευράς κοινωνικών συνθηκών, κ. Αναγνωστάκη, η εποχή μας, ασφαλώς, έχει να παρουσιάσει καλύτερες μέρες από τα προηγούμενα χρόνια. Η αποστολή του διανοούμενου της αριστεράς μήπως έχει λήξει σήμερα;

Όχι, δεν νομίζω πως έχει λήξει. Αλλά συνεχώς διαφοροποιείται και εξελίσσεται – εάν παραμένει, φυσικά, στο στυλ του παλιού αριστερού που έχει την τάση να μην λαμβάνει υπόψη του τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς που διαμορφώνονται στην εποχή του. Δεν εννοώ να συμμορφώνεται ή να συμβιβάζεται. Δεν λέω αυτό το πράγμα. Αλλά να παίρνει τα «όπλα» του μέσα από εκεί. 

Αυτή είναι μια αντίληψη για το πώς πρέπει να είναι ο διανοούμενος σήμερα;

Ναι. Φοβάμαι όμως ότι οι διανοούμενοι οι οποίοι κάνουν επίδειξη σήμερα, υπερεπαναστατικό πράγμα, ας πούμε, αυτό οφείλεται πιθανώς σε κάποιο προσωπικό πλέγμα ή, την εποχή που έπρεπε να δείξουν αυτή την επαναστατική διάθεση δεν την έδειξαν και τη δείχνουν τώρα. Αλλά αυτό, είναι άκυρο σήμερα.

Υ.Γ.
‘Ύστερα από οχτώ χρόνια έμαθε πως το τηλέφωνό της εκείνο το βράδυ ήταν χαλασμένο.
Υ.Γ.
‘Έβγαζε κάθε δέκα χρόνια μια φωτογραφία στην ίδια πάντα στάση.
Υ.Γ.
‘Νόμισε πως όλα τα είχε γράψει για κείνη
–μα εκείνη δεν είχε ακόμα γεννηθεί.
Υ.Γ.
‘Παρά τα όσα γράψανε τα βιβλία, στο κελί του τραγουδούσε όλη νύχτα τη Ραμόνα.
Υ.Γ.
‘Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.




Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Το όνομα της Κατερίνας Γώγου σε δρόμο των Ιωαννίνων



Δε συνηθίζω να κάνω τέτοιες δημοσιεύσεις, αλλά στο συγκεκριμένο είπα να κάνω μια εξαίρεση. 
Δεν ξέρω καν αν συμφωνούσε με κάτι τέτοιο η Κατερίνα, αλλά μόλις έμαθα την είδηση, δεν σας το κρύβω πως χάρηκα. 




του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ από την τοπική εφημερίδα των Ιωαννίνων ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ


Το όνομα της ποιήτριας και ηθοποιού Κατερίνας Γώγου (1940-1993), ενός από τα εμβληματικότερα πρόσωπα του αναρχικού χώρου στα πρώτα του βήματα στην ταραγμένη μεταπολιτευτική Ελλάδα κι ευρύτερα ενός προσώπου που διαμόρφωσε το πολιτιστικό ρεύμα που συνδέθηκε με το διεθνές κι εγχώριο αντιεξουσιαστικό κίνημα, θα δοθεί σε δρόμο της πόλης των Ιωαννίνων στη συνοικία του Λασπότοπου.

Η σχετική πρόταση της επιτροπής ονοματοθεσίας οδών και πλατειών του Δήμου Ιωαννιτών (καταλήχτηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2012) εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου και έχει το δικό της, ιστορικό βάρος, όπως συμβαίνει με την κάθε ονοματοδοσία δρόμου.

περισσότερα εδώ

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Κι ήθελε ακόμη Μ. Αναγνωστάκης




Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει
όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,
έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα.
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Μελοποίηση Θάνος Μικρούτσικος
Ερμηνεία Μαρία Δημητριάδη