the scream of Edward Munch
Ι
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα απ'
την τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μες απ' τους νέγρικους δρόμους την αυγή γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγοταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με το αστρικό δυναμό στη μηχανή της νύχτας,
φτωχοί και κουρέληδες με βαθουλωμένα μάτια, που φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας στο υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τις κορφές των πόλεων αφοσιωμένοι στη τζαζ,
που άνοιγαν το μυαλό τους στα Ουράνια κάτω απ' τον εναέριο σιδηρόδρομο και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών,
που πέρασαν απ' τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά κι αχτινοβόλα με παραισθήσεις του Άρκανσω κι οράματα δραματικά λουσμένα στο φως του Μπλέηκ ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου,
που αποβλήθηκαν απ' τις ακαδημίες γιατ' ήσαν λέει τρελοί κι εξέδιδαν άσεμνες ωδές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής,
(...)
που γυρόφερναν τα μεσάνυχτα στο μηχανοστάσιο των τραίνων
(...)
που γυρόφερναν τα μεσάνυχτα στο μηχανοστάσιο των τραίνων
κι' αναρωτιόνταν που να πάνε, και πήγαν, χωρίς ν'αφήσουν κανένα με παράπονο,
(...)
που γλύκαναν την ήβη εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
στο δειλινό και είχαν μάτια κόκκινα το πρωί, πρόθυμοι
όμως να γλυκάνουν την ήβη της ανατολής, αστράφτοντας
(...)
που γλύκαναν την ήβη εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
στο δειλινό και είχαν μάτια κόκκινα το πρωί, πρόθυμοι
όμως να γλυκάνουν την ήβη της ανατολής, αστράφτοντας
οπίσθια στους σιτοβολώνες και γυμνοί στη λίμνη,
(...)
που πέταξαν τα ρολόγια τους απ' την ταράτσα για να ρίξουν
(...)
που πέταξαν τα ρολόγια τους απ' την ταράτσα για να ρίξουν
την ψήφο τους υπέρ της Αιωνιότητας έξω απ' το Χρόνο,
και ξυπνητήρια πέφταν κάθε μέρα στα κεφάλια τους
καθ' όλη την επόμενη δεκαετία,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς,
που κόψανε τις φλέβες τους τρεις φορές συνέχεια ανεπιτυχώς,
το πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν
μαγαζιά με αντίκες όπου νοιώθουν πως γερνούν, και
κλαίγανε
(...)
που υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα φασματικά ρούχα της
τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και τραγούδησαν
μαγαζιά με αντίκες όπου νοιώθουν πως γερνούν, και
κλαίγανε
(...)
που υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στα φασματικά ρούχα της
τζαζ στη χρυσοκέρατη σκιά της μπάντας και τραγούδησαν
το βάσανο γι' αγάπη του γυμνού αμερικάνικου μυαλού
με μια ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή
που ανατρίχιασε τις πόλεις μέχρι το τελευταίο ραδιόφωνο
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη
και πεταμένη έξω απ' τα κορμιά τους
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της ζωής σφαγμένη
και πεταμένη έξω απ' τα κορμιά τους
καλή για φάγωμα για χίλια χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου